Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
— Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι! — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας, κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!» — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ. — Και συ! απήντησε το κορίτσι.
Μαζί και τέσσεροι χρυσοί τσοπάνοι μονοσκοίνι κατέβαιναν, μ' εννιά σκυλιά π' ακολουθούσαν άσπρα. 578 Κι' έφτιασε μέσα ο θεϊκός τεχνίτης και λιβάδι 587 μες σε λακκιά, και πρόβατα που εδώ κι' εκεί βοσκούσαν, κι' έφτιασε στρούγγες και μαντρί και σκεπαστές καλύβες. Κι' έφτιασε μέσα αφρόσπαστο και τ' Ωκιανού το ρέμα 607 κοντά στο γύρο το στερνό της σκαλιστής ασπίδας.
Σαν ποιο λιβάδι τάχα Να βρέχη, να δροσολογά; Τι δέντρα να ποτίζη Και τι λουλούδια να φιλή; Τάχα σαν ποιο ακρογιάλι Με αγάπη να το δέχεται γλυκά 'ς την αγκαλιά του; Τι αγγέλοι τάχα, τι πουλιά, τι πρόβατα το πίνουν, Και τι νεράιδες ώμορφες να λούζουν τα κορμιά τους; Σαν πώς να λάμπη εκεί ο ουρανός; Σαν πώς να ξημερώνη; Πώς να σουρπώνη από βραδίς; Τ' αστέρια πώς να φέγγουν Σαν ποιο στρατί να βγαίνη εκεί; Σαν πού θα τ' απαντήσω; Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι, Βουνά, ποτάμια επέρναγα, νεροσυρμές και κάμπους, Δεν τ' απαντούσα πούπωτα.
Τότε είδαμεν εκεί πλησίον ένα νησί, πολύ χαμηλόν και στολισμένον με πράσινα χορτάρια, που εφαίνετο όλον ως ένα λιβάδι και μία μεγάλη πεδιάδα και επειδή είμεθα τόσον καιρόν εις την θάλασσαν χωρίς να ιδούμεν γην, τότε οι περισσότεροι, όλοι πρόθυμοι, εμβήκαμε εις καΐκι και εβγήκαμεν εις το νησί προς περιήγησιν και ανάπαυσιν μας και οι σύντροφοί μου άναψαν φωτιάν διά να μαγειρεύσουν.
Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό Έχω τον τόπο φανερό· Όπου χλωρό λιβάδι, Δικό μου είναι σημάδι. Γυρίζουν λεν και της τιμής· Σου φανερόσαμαν εμείς Του καθενού μας τόπο, Πες μας κι' εσύ τον τρόπο. Λέγει η Τιμή, εγώ σ' αυτό Σας συμβουλεύω, οχ το κοντό Ποτέ μη γελαστήτε Να μου ξεχωριστήτε. Γιατί αν γλιστρήσω μια φορά, Και δε με πιάστε σταθερά, Όσο να με γυρέψτε, Τον κόπο θα ξοδέψτε.
Και αφού επεριπάτησα εις αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα.
Ένα μόνο δεν ήξερε ο Σβεν και δεν μπορούσε να το νοιώση: Πόση ώρα έλειπε από κει. Γιατί δυο ώρες και μια στιγμή είτανε γι' αυτόν το ίδιο. Όταν όμως πέρασε γοργά το λιβάδι κι άρχισε να τρέχη πάλι για να φτάση στη μαμά και να τον αγκαλιάση εκείνη, να τον χαδέψη και να τον φιλήση, κι αυτός να της διηγηθή τι ωραία που διασκέδασε — τότε τρόμαξε ο Σβεν ακούοντας πώς αρχίσανε να φωνάζουνε γύρω του.
Εφανερώθη ευθύς εις τους οφθαλμούς μου ένα λιβάδι γεμάτον από διαφόρων λογιών λουλούδια και άνθη, που δεν είχα μεταϊδεί, και δένδρα φορτωμένα από ωραίους καρπούς· επλησίασα εις ένα από αυτά τα δένδρα, και έφαγα από τον καρπούς τους, έπειτα εκάθησα εις τα χόρτα διά να αναπαυθώ ολίγον, και απεκοιμήθηκα εις ένα βαθύτατον ύπνον.
Έβγαινε όξω, κάθιζε χάμω στο λιβάδι και παρατηρούσε με τη μεγαλήτερη περιέργεια τι γινόταν εκεί μπροστά του.
Ένα πρωί θυμούμαι πως με ξάφνισε που τον είδα, εκεί που πήγαινα περίπατο, καθισμένον στο λιβάδι μ' ένα μπουκέτο άνθη στο χέρι. Τονέ ρώτησα αν ήθελε ναρθή μαζί μου στο πάρκο. Αυτό το δεχότανε πάντα μ' ευχαρίστηση και γι' αυτό με ξάφνισε όταν αυτή τη φορά το αρνήθηκε κατηγορηματικά. — Δε θέλεις ναρθής με τον μπαμπά, Σβεν; Με πείραξε σχεδόν και νόμισα πως είταν ιδιοτροπία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν