United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκεί που επεριεδιάβαζα, βλέπω πολλούς ιερείς των ειδώλων, που έκτιζαν εκεί σιμά μίαν καλύβαν με καλάμια, και με άλλα είδη σύνθετα· επλησίασα εις αυτούς και τους ερώτησα το τι εδηλούσεν εκείνο που έκαμαν.

Δεν εσκεπτόμην τίποτε, παρεκτός ότι διψώ. Ήτο είδος παραφροσύνης. Ήμην έξω εμαυτού. Επί τέλους δεν ηδυνήθην ν' ανθέξω περισσότερον εις τον πειρασμόν όστις μ' εκυρίευε, και στραφείς οπίσω επλησίασα τον αρχηγόν. Εκάθητο όπισθεν ενός βράχου ατενίζων υψηλά προς τον ουρανόν, προς τα όπισθεν του απέναντι ημών βουνού. Ήτο σύνοφρυς.

Ολόκληρος τρέμων επλησίασα ψηλαφητί προς τον τοίχον, αποφασισμένος να πεθάνω εκεί, παρά ν' αντιμετωπίσω το τρομερόν πηγάδι, το οποίον η φαντασία μου επολλαπλασίαζε και έθετεν εις διάφορα σημεία του μπουντρουμιού μου.

Ο τελευταίος δε εκδότης του Πλάτωνος, ο ημέτερος Σ. Μοραΐτης καταλέγει τα πειστικώτατα των επιχειρημάτων, εξ ων αποδεικνύεται ότι ο Ευθύδημος είναι βεβαίως ύστερος του Πρωταγόρου. Κρίτων. Ποιος ήτανε, Σωκράτη, εκείνος που εσυζητούσες μαζί του εχθές εις το Λύκειον; Επλησίασα γιατί ήθελα να σας ακούσω, μα ήταν τόσον πολύς συνωστισμός γύρω σας, που δεν ημπόρεσα νακούσω τίποτε καθαρά.

Όσοι δε εκ των Αιγυπτίων κατοικούσι το καλλιεργημένον μέρος της Αιγύπτου, ασκούντες το μνημονικόν των, είναι οι μάλλον λόγιοι από όλους τους ανθρώπους όσους επλησίασα και εδοκίμασα.

Ορίστε, είπε, κύριοι, εις τας παραδόσεις σας. Σεις διαλυθήτε! εφώναξε προς τους μαθητάς. — Διαλυθήτε! επανέλαβεν αμέσως εντονώτερον, βλέπων ότι εδιστάζομεν να κενώσωμεν την παράδοσιν. Εξήλθομεν όλοι σιωπηλοί· μετ' ολίγον δε ο επιστάτης του σχολείου εσήκωσε τον αναίσθητον Αλέξανδρον και τον επεβίβασεν εις μίαν άμαξαν. Επλησίασα τρέμων, και ηρώτησα δειλώς·Άνοιξε τα μάτια του;

Μετά είκοσι λεπτά ο Γούμενος επαρουσιάσθη. Είτε η ψαλμωδία μας τον εξύπνησεν, είτε ήθελε να εξυπνήση. Επλησίασα προς την πύλην του ιερού την βορείαν και του εξηγήθην·Πάτερ, διά να μαζωχθή ο κόσμος και να ζεσταθή, εκρίναμεν καλόν ν' αρχίσωμεν τον « Πολυέλεον», χωρίς να σας βιάσωμεν εις τίποτε. Πιστεύω ότι δεν ηνωχλήθητε. — Καλά, καλά. Τέλος ηξιώθην να ψάλω το «Πεποικιλμένη» και τούτο αρκεί.

Κύψας την κεφαλήν ο Κ. Μελέτης εψιθύρισέ τι προς αυτήν, έπειτα στρεφόμενος προς εμέ. — Η κόρη μου, είπε. Επλησίασα και την εχαιρέτισα. Η νέα ηγέρθη βραδέως, μου έτεινε βραδέως την χείρα, ως αν ήτο κόπος πάσα της κίνησις, και τα χείλη της βραδέως επρόφερον: — Καλώς ωρίσατε. Μόλις ηκούετο η φωνή της.

Ως τόσον εγώ αγκάλιασα όλους της συντροφιάς και τους έδωσα τον τελευταίον άσπασμόν έπειτα εβγαίνοντας από το καράβι ανέβηκα μόνος εις το ύψος του βουνού· επλησίασα εις την περιοχήν και παίρνων το ξύλον εις το χέρι κτυπώ το τύμπανον, και το καράβι ευθύς εξεμάκρυνεν από το βουνόν· εις τον δεύτερον κτύπον το έχασα από την όρασιν· και εις τον τρίτον επήγεν εκεί που ήθελε· ύστερον από αυτό έμεινα εις την περιοχήν εκείνην αναμένοντας να πληρώσω την θυσίαν που μου ήταν γραμμένη.

Ηθέλησα να φωνάξω προς αυτούς, αλλ' η φωνή δεν εξήρχετο εκ του ασθμαίνοντος στήθους μου. Ο Νίκος έβλεπε το παρεκκλήσιον. Τι παρετήρει μετά τόσης προσοχής; Ήμεθα όλως διόλου πλησίον, ότε ο Κ. Σπυράκης ακούσας βήματα εστράφη προς ημάς και ήλθεν εις συνάντησίν μου. Έστρεψε και ο Νίκος την κεφαλήν, αλλά δεν εσάλευσε. Εξέτεινε την χείρα και με προσεκάλεσε σιωπηλώς να πλησιάσω. Επλησίασα.