United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε έλαβον κάποιαν ελπίδα και εκίνησα ίσια προς το άλογον, όμως με δύο εναντίους στοχασμούς, μην ηξεύροντας αν έχω να συναπαντήσω ανθρώπους καλούς διά να λάβω περιποίησιν και βοήθειαν, ή εξ εναντίας θηρία και να γείνω θηριάλωτος και με τοιούτους στοχασμούς επλησίασα και βλέπω ένα ευμορφότατον άλογον να βόσκη, δεμένον εκεί ωσάν εις το λειβάδι.

Το κοντόβραδο έρχεται εκεί προς τα παιδιά, τα οποία εν τω μεταξύ δεν είχαν κινηθή, μία νέα γυναίκα με ένα καλάθι εις τον βραχίονά της, και φωνάζει από μακράν: Φίλιππε, είσαι πολύ φρόνιμος. Με εχαιρέτησε, την ευχαρίστησα, εσηκώθηκα, επλησίασα και την ερώτησα αν ήτον η μητέρα των παιδιών.

Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητοςκολώνα, και του λέγω: — Τι χαμπάρια, πατριώτη; Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε.

Εις αυτήν επλησίασα όλος γεμάτος από χαράν, και πίπτοντας εις τους πόδας της, έμεινα με το πρόσωπον κατά γης, χωρίς να ημπορέσω να προφέρω ένα λόγον· τόσον ευρισκόμουν έξω από τον εμαυτόν μου.

Την ερχομένην ημέραν διατρίβοντας ένθεν κακείθεν εις το νησί άφοβα, βλέπω εις την άκραν από ένα ποταμάκι ένα γεροντάκι· επλησίασα προς αυτό, του ωμίλησα και το εχαιρέτησα, αλλά δεν με απεκρίθη, παρά μόνον με την κλίσιν της κεφαλής, και ενόμισα, ότι είχε ναυαγήση ωσάν και εγώ.

Αλλά ποία είνε τα άνθη εκείνα, τα οποία αποπνέουν τόσον γλυκείαν και μεθυστικήν ευωδίαν, βαλσαμώνουσαν τον αέρα του κήπου; — Πλησίασε και θα εννοήσης. Επλησίασα έν άνθος, και όμως δεν ηννόησα. Λέγει το Φάσμα: — Λάβε όρασιν οξείαν, ως του αετού, και ιδέ διά μέσου των πετάλων. Και ενεφανίσθη τότε ενώπιόν μου πρόσωπον γνωστόν, το οποίον μου επροξένησε ρίγος.

Όταν επλησίασα εκεί, είδον μίαν θαυμασίαν οικοδομήν, κατασκευασμένην με την πλέον επιτηδείαν αρχιτεκτονικήν και θεωρώντας έξωθεν, ιδού βλέπω και έρχονται νέοι με ένα σεβάσμιον γέροντα οι οποίοι με εχαιρέτησαν και με ωδήγησαν μέσα εις το παλάτι τους.

Εγώ τον καιρόν που την εκατέβαζον, επλησίασα εις εκείνο το μέρος, που απόθεσαν το ξυλοκρέββατον, και εν τω άμα που έκλεισαν την τρύπαν, άρπαξα τα ψωμιά και το νερόν της γυναικός, και της έδωκα ένα ράπισμα· αυτή από τον φόβον της απέθανεν ευθύς, ως τόσον εγώ έζησα και άλλας μερικάς ημέρας.

Πλησίασε, μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι ακίνητος ωσάν ένα ξόανον· σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από το θάμβος μου, και ερχόμενος εις τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον θρόνον, και αφού έβαλα το κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του θρόνου, έπεσα με το κεφάλι κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε· σηκώσου επάνω, διατί έχομεν επιθυμίαν να σε ιδούμεν.