United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος και το μεγαλήτερο απ' όλα εκείνα τα μνημεία, το κολοσσένιο άγαλμα του θεού, που λέγουν πως είταν έξοχο πράμα. Από λογής λογής μέταλλα χυμένο, σκήφτρο στο χέρι, και καθισμένο σε θρόνο σαν Ολύμπιος Δίας· κανίστρι στο κεφάλι, και στο δεξί του χέρι φείδι με τρεις ουρές· κ' η κάθε ουρά τέλειωνε πάλι με τρία κεφάλια· ένα σκύλος, ένα λιοντάρι, κ' ένα λύκος.

Είπε, τ' αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, καιτο κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110 γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν• «Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, 'που τούτον τον αχόρταγοντην πόλι να ζητεύη έπαυσες• ότιτην στερηά θε να σταλή με πλοίο 115τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». Είπαν, κ' εχάρητην ευχήν ο θείος Οδυσσέας. ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120 και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε• «Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».

Η υπηρέτρα με τη Μαριάνθη βγήκαν από το δωμάτιο με τες γίδες και με τα κατσίκια, κι' η γριά σηκώθηκε, πήγε στο ντουλάπι, πήρε το μισοκάρικο το παγούρι, που είταν γεμάτο ρακί, και τώδωκε στον παπά, κατέβασε και το κανίστρι με τα καφοκούτια από τ' αράφι κι' όσο να φκιάση τον καφέ για τον παπά, με το ζεστό το νερό, που είταν παραστιάς έτοιμο στο χαλκούτσι, γύρισαν από τη δουλειά η Μαριάνθη με την υπηρέτρα και κάθησαν κι' αυτές γύρα στη φωτιά.

Πλησίασε, μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι ακίνητος ωσάν ένα ξόανον· σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από το θάμβος μου, και ερχόμενος εις τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον θρόνον, και αφού έβαλα το κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του θρόνου, έπεσα με το κεφάλι κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε· σηκώσου επάνω, διατί έχομεν επιθυμίαν να σε ιδούμεν.

Ευθύς που αυτός εκάθησεν εις ένα σοφά μεγαλοπρεπή, εγώ επαρουσιάσθηκα έμπροσθέν του με ένα κανιστράκι από διάφορα άνθη· έβαλα το κανίστρι εις τους πόδας του, και με όλον το σέβας ετραβήχθηκα εις τα οπίσω.

Και ο κήρυκας ωδήγησε τον αοιδόν, 'που η Μούσα αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα• το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι. και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση, 65 τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον• κ' εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα επάνω του, και του 'δειξεαυτήν ν' απλοχερίση ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνη οπόταν θέλη. 70 και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και άμ' έσβυσαν την όρεξι, τον αοιδόν η Μούσα να ψάλη επαρακίνησε ταις δόξαις των ανδρείων, μέσ' από τ' άσμα 'πώφθανετα ουράνια τότε η φήμη, του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη, 75 'που ελογομάχησαν φρικτάεπίσημη θυσία, κ' έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας, άμ' είδε να φιλονεικούν των Αχαιών οι πρώτοι• τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωναςτην θεία Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι, 80 να ερωτηθή• και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας.