Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Υφάσματα βαρβαρικά εκρέμασε στους τοίχους, με τα ευκολοκίνητα τα πλοία, πούχαν έλθη ενάντια στους Έλληνας, κι' άνδρες ιπποκενταύρους, μα και κυνήγια ελαφιών και λιονταριών κι' αλόγων.
ΕΡΜ. Αυτός δε ο τρίτος δεν έχει κύριον; ΚΥΡΙΟΣ. Είνε δικός μου, αλλά τον αφίνω να πα να χαθή. Δεν τον θέλω. ΕΡΜ. Διατί; ΚΥΡΙΟΣ. Διότι είνε ξεπατωμένος και δι' αυτό τον ωνομάζαμεν Μυρωδάτον. ΕΡΜ. Ακούεις, Ηρακλή ανεξίκακε; Έπειτα εκρέμασε μίαν πήραν, επήρε βακτηρίαν και εχειροτονήθη φιλόσοφος. Και συ έλα να πάρης την γυναίκα σου.
Μα τα γνώριμα ήτανε τόσο πιο γλυκά από την ασυνήθιστη ευτυχία, που έκλαιγε, όταν εχωριζότανε καθέν' απ' αυτά· και μήτε τα καρδάρια τα εκρέμασε προτού ν' αρμέξη, μήτε το τομάρι προτού να το φορέση, μήτε το σουραύλι προτού να το παίξη, μα τα εφίλησε όλα αυτά κ' εχαιρέτισε τα γίδια κ' εφώναξε τους τράγους με τ' όνομά τους. Κι απ' την πηγή ακόμη έπιε, επειδή πολλές φορές είχε πιεί και με τη Χλόη.
Και πέρνει ένα πέλεκυν, και κτυπά κατακέφαλα το άλογον του μικρού Κλώσου, και το ρίπτει κατά γης σκοτωμένον. Αλλοίμονον! είπεν ο μικρός Κλώσος. Τώρα δεν έχω άλογον! και ήρχισε να κλαίη. Έπειτα έγδαρε το άλογον, και αφού εστέγνωσε το δέρμα του εις τον ήλιον, το έβαλεν εις ένα σάκκον, εκρέμασε τον σάκκον εις την ράχιν του, και εκίνησε διά την πόλιν να πωλήση το δέρμα.
Ανέβασε τόρα στο πάλκο κ' έστησε σύριζα στην αγκωνή ένα τραπέζι. Έφερε από το μπουφέ μέσα κρυμένα, με μεγάλην προφύλαξη τα όργανα. Απίθωσε στο τραπέζι απάνω το σαντούρι, μετρώντας με το στόμα ανοιχτό τις μυριόδιπλες αστραφτερές χορδές του. Εκρέμασε στη μιαν άκρη το βιολί, στην άλλη το λαγούτο. Στον καθρέφτη αποκάτω εκρέμασε τόμορφο κομψό ντερφάκι.
Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες 'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525 αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του. πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος• χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου, έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530 και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν, κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.
ΦΙΛΟΣ. Τι σκέπτεται να πράξη άρά γε αυτός ο άνθρωπος; ΙΕΡ. Έβαλε ως δόλωμα εις το αγκίστρι ένα σύκο και χρυσάφι, εκάθησε επάνω εις το τείχος και εκρέμασε το αγκίστρι εις την πόλιν. ΦΙΛΟΣ. Τι σκοπόν έχουν αυτά, Παρρησιάδη; Μήπως σκέπτεσαι ν' αλιεύσης λίθους εκ του Πελασγικού; ΠΑΡΡ. Σιώπησε, Φιλοσοφία, και περίμενε να ιδής τι θα ψαρεύσω.
Στο αναμεταξύ αυτός, πιάνοντας την πιο καλή γίδα και στεφανόνοντάς τη με κισσό, καθώς την είδαν οι εχτροί, και γάλα χύνοντας ανάμεσα στα κέρατά της, τη θυσίασε στις Νύμφες· κι αφού την εκρέμασε, την έγδαρε και το τομάρι το κρέμασε τάμα.
— Είναι εννέα ωρών δρόμος, είπεν απηλπισμένος ο Βράγγης. — Δεν βλάπτει, τον παίρνεις δι' επτά ώρας. — Και τι θα κάμω; — Να του είπης .... — Τι; — Να σου δώση την φλοκάταν του . . . — Την φλοκάταν του; — Ναι. — Να την κάμω τι; — Να μου την φέρης. Ο Βράγγης εκρέμασε τας χείρας περί τα πλευρά, και το ήθος του ήτο πλήρες ερωτημάτων και αποριών.
Εδώ δεν έχει λόγια· έκαμες — έλαβες· σου το εκρέμασε ώστε να ειπής απίδι· σου το ετίναξε απάνω σαν αστραπόβολο!... Μα το κακό που είδα σ' εκείνο το καταραμένο καράβι! Δεν επολυκαίρισε ούτε μήνα. Τι λέγω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε ημέρες· μωρέ ούτε δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμε — έλαβε. Και έτσι είνε το σωστό. Ό,τι γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν