Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Καθώς περνούσε το στενό δρομαλάκι, που έβγαζε στην εκκλησία, γλυστρώντας απάνω στανηφορικό καλντερίμι, τινάχθηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Έσφιξε με τα δάχτυλά του το Δισκοπότηρο, μην του πέση απ' τα χέρια. — Καταραμένο ζωντανό! Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! Ένα σκυλί, ξαπλωμένο στο κατώφλι μιας θύρας, ξαφνιάσθηκε απ' το παράξενο πέρασμα του μαύρου ράσου μέσα στο σκοτάδι.
Εδώ δεν έχει λόγια· έκαμες — έλαβες· σου το εκρέμασε ώστε να ειπής απίδι· σου το ετίναξε απάνω σαν αστραπόβολο!... Μα το κακό που είδα σ' εκείνο το καταραμένο καράβι! Δεν επολυκαίρισε ούτε μήνα. Τι λέγω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε ημέρες· μωρέ ούτε δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμε — έλαβε. Και έτσι είνε το σωστό. Ό,τι γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται.
Και όταν φυσούσε ο δυνατός βορηάς, η λεύκα βογγούσε με ανθρώπινο βογγητό· και όταν έπαιρνε η δυνατή νοτιά, από μέσα από τα κλαδιά της έβγαιναν ανθρώπινα αναφυλλητά· και όταν έπεφτε το σκοτάδι και τα άλλα δένδρα έγερναν το ένα στην αγκαλιά του άλλου, αυτή μονάχη και ξεχωριστή εφάνταζε σαν ψηλό φάντασμα, άγρυπνο και καταραμένο, χωρίς ύπνο, που άπλωνε πάντα και όλο άπλωνε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που έφευγαν κ' εγλυστρούσαν απάνω στα νερά του ποταμού.
Να, έτσι πάντα κατιτίς μου το κρυφολέει πως δεν την έχουμε χαμένη την Καλλίτσα για πάντα. Ως και στον ύπνο μου κάθε λίγο τη βλέπω. Τη βλέπω μες στο κοφίνι, τρέχω σαν τρελλή να τη γλυτώσω, και μου ξεφεύγει πάντα τάλογο το καταραμένο! Πόσες φορές του τώπα του Προεστού μας να κινήσουμε μαθές ως το Μισίρι, να τη γυρέψουμε. Μα πού ο τρόπος, και σαν πας, λέει, πού να πρωτογυρέψης!
— Καταραμένο το νερό που τωδινες, παιδί μου, Κάθε βραδειά! ... Τα στήθηα του αντί να του δροσίζη, Του τάκαιγε κατόκαρδα, κ' ήταν η φλόγα ... αγάπη! Είνε της μάγισσας παιδί, κ' είν' ακουστός ο Ήλιος, Που τόπον απερπάτητο τη μέρα δεν αφίνει... Όπου αν κρυφτής θε να σε βρη...Θε μου! νεράιδα κάμ' την, Νάχη τη μέρα 'ςτά νερά — κατάβαθα παλάτια. Κι' όταν αυτός θα χάνεται, να βγαίνη αυτή 'ςτήν Πλάση!...
Άγγιζα τη στιγμή της ευδαιμονίας μου, όταν μια γριά μαρκησία, που ήτανε πρώτα ερωμένη του πρίγκηπά μου, τον προσκάλεσε σπίτι της να του προσφέρη σοκολάτα· πέθανε σε λιγώτερο από δυο ώρες με τρομαχτικούς σπασμούς. Αλλά τούτο είναι μηδαμινό. Η μητέρα μου πάνω στην απελπισία της και λιγώτερο λυπημένη από μένα, θέλησε ν' απομακρυνθή για λίγον καιρό από έναν τόπο έτσι καταραμένο.
Φίλε Τριστάνε, φίλη Ιζόλδη, τιμωρήστε με για την κακή φύλαξι που έκαμα. Σας παραδίνω το σώμα μου, τη ζωή μου. Γιατί από δικό μου έγκλημα ήπιατε, στο καταραμένο ποτήρι, την αγάπη και το θάνατο!» Οι αγαπημένοι εσφίχτηκαν δυνατά. Στα ωραία κορμιά τους ανατρίχιαζε η επιθυμία και η ζωή. Ο Τριστάνος είπε: — Ας έλθη λοιπόν ο θάνατος!
Δεν αρράξαμε ακόμη και βλέπω άξαφνα τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινον, ξεσκούφωτον, αναμαλλιασμένο να τρέχη στην πλώρη, να καβαλάη το μπαστούνι, ν' αρπάζη τον έξω φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζη και να καταριέται και να θεορρίχνη. Κυτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας! — Παλιοτσόπανε!... παπλωματά! καραβανά!... αλυχτούσεν ο καπετάνιος μας.
Οι γονείς μου με αναγκάσανε στην ηλικία των δεκαπέντε μου χρόνων, να ζωστώ αυτό το απαίσιο ράσο, για ν' αφήσουνε περισσότερη περιουσία σ' έναν καταραμένο μεγαλύτερο αδερφό μου, που άμποτες ο Θεός να τον πνίξη! Η ζήλεια, η διχόνοια, η λύσσα, κατοικούνε στα μοναστήρια.
Και αν πης κι' από ευγένεια στις γυναίκες, άλλο τίποτε. Σε κυττάνε στα μάτια. Έτσι τάφερε η τύχη και γύρισα σε τούτον τον καταραμένο τόπο — Θεός σχωρέσ' τον πατέρα μου, που τώθελε. Αν είχα μείνει στην Αθήνα, άλλη κι' άλλη θάμουνα τώρα. Τα λόγια αυτά μπήκανε στην καρδιά της Αννίτσας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν