United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα αυτά διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το οποίον εκτελεί δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και της απέναντι αξένου ακτής, σχεδόν τακτικώς δις του έτους, ήτοι κατά τας δύο &αλλαξοκαιριαίς&, το φθινόπωρον και το έαρ, βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον^ είτα γίνεται νέα δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις δεν σωφρονίζεται από το πάθημά του προκατόχου του, αναλαμβάνων εκάστοτε το κινδυνωδέστατον έργον.

Όταν τα ξανάνοιγε έβλεπε την κιτρινωπή δημοσιά να χάνεται ανάμεσα στο πράσινο και το γαλάζιο του ορίζοντα, επάνω προς τα βουνά του Νούορο και κάτω προς τη θάλασσα της Μπαρονία, και του φαινόταν πως έτσι ζούσε πάντα, στην άκρη ενός δρόμου που είχε διανύσει τον μισό και τον άλλο μισό τον είχε μπροστά του.

Κ’ έτσι η πόλις χάνεται και των παιδιών που κείτονται τ’ άθαφτα σώματα στη γη τον θάνατον γεννούν στη χώρα. Και οι παντρεμένες και οι γρηές μπρος τους βωμούς μητέρες παρακαλούν να λυτρωθούν απ’ των δεινών το πλήθος. Και αντιλαλούν του εξιλασμού φροντίδες και αναστεναγμοί! Στροφή γ΄

Εγώ σου κάνω κι' όρκο να μη σαλέψω από χαμό να σώσω πια τους Τρώες, μηδέ κι' η Τροία αν χάνεται, και με φωτιά πελώρια 375 αν καίγεται όλη και την καιν τα παλικάρια τ' ΆργουςΑφτό σαν τ' άκουσε η θεά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα, γυρνάει και λέει στον Ήφαιστο, το λατρεμένο γιο της «Ήφαιστε, στάσου, ξακουστό παιδί μου, τι δεν πρέπει θνητώνε χάρη αθάνατο θεό να βασανίζεις380

Έφταιξε τόσο πολύ, αμάρτησε τόσο πολύ ο κόσμος για να τιμωριέται τόσο σκληρά αυτή η δυστυχισμένη! Και στο υστερνό στεναγμό της, στο υστερνό φίλημά της απάνω στα λυπημένα μάτια της κόρης της, το τραίνο κυλά λαχανιασμένο, αδιάφορο μπροστά. Χάνεται στη νύχτα μπροστά στα θολά μάτια της το χλωμό κεφαλάκι της κόρης της που πνιγμένη στα δάκρια ψιθυρίζει: — Μάννα, γλυκειά μου μάννα!...

Κ' έχει για καπετάνιο δράκο της θάλασσας· έχει για ναύτη του δράκου τον υγιό· έχει ναυτόπουλο ένα κλαψάρικο παιδί. Κλαίει και μύρεται το ναυτόπουλο· θυμώνειξεθυμώνει ο ναύτης· βλαστημά και μάχεται ο καπετάνιος μεγαλόψυχος. Και το ξύλο λυγερό, λεβέντικο φεύγει και χάνεται απάνω στο νερό, που σηκώνεται πύργος να του φράζη τον δρόμο, που απλώνει πλοκάμια να το σύρη στους βυθούς.

Ακόμα και στην «Αγνή», σε μιαν όαση ολοπράσινη αγάπης, που απλώνεται για ξεκούρασμα της ψυχής, μέσα στις αιματοβαμένες σελίδες του «Ηρώων και Μαρτύρων αίμα» ο ανθρώπινος έρωτας θαμποσκεπάζεται, αν δεν χάνεται ολότελα, από τον έρωτα της Πατρίδας. Παντού και πάντοτε ο ιδεολόγος εθνικιστής. Και στις απαλότερες γραμμές του ακόμα.

Το δάχτυλό του βάφειτο αίμα πάφριζετη γη, σταυρόνει το κουφάρι Και χάνεταιτη λαγκαδιά... Καπνός ο πεζοδρόμος. Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι Πενήντα Λιάπιδες, τον κυνηγούν. Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει... Η νύχτα επλάκονε, λυσσομανούν. 'Σ τη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι... Αδειάζουν τάρματα... στέκουν να ιδούν Βροχή τα βόλια τους μεςτο δισάκκι Τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.

Εχαιρέτησα ως τόσον τον Μουφάκ χωρίς να του ειπώ κανένα λόγον. Μα ο Κατής γνωρίζοντάς με αντραλωμένον και αμφιβάλλοντας ότι από καμμίαν μου απόκρισιν θα μείνη ανωφελής ο στοχασμός του, άρχισε να λέγη, ότι δεν πρέπει να χάνεται ο καιρός εις λόγια, αλλά πρέπει να κάμωμεν το συμφωνητικόν γράμμα της υπανδρείας εις ετούτην την στιγμήν.

Μα φτάνει να πάρη τις πιο συνηθισμένες λέξες κι αμέσως φαίνεται το πράμα. Το δέφτερο πρόσωπο του παθητικού παρακείμενου δέδοσαι και του παθητικού ενεστώτα δίδοσαι δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο νάχη σ , αφού ξέρουμε που το σ ανάμεσα σε δυο φωνήεντα χάνεται πάντα στην αρχαία· π. χ. λύη , όχι λύεσαι, ελύου , όχι ελύεσο, μουσάων, όχι μουσάσων, γένεος , όχι γένεσος κτλ. κτλ.