Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Βεργινία ! Βεργινία ! άκουσε με, Βεργινία ! Νά, σου άναψα ένα κερί για τον καθένα μας, για να μας λυπηθής. . . Έτσι φώναζε με τη φωνή πνιγμένη μες το χώμα και το πότιζε με δάκρυα για το Νίκο που τονέ λυπόταν καθώς έλεγε τόνομά του, καθώς έλεγε πως θαρρωστούσε, με δάκρυα και για το τάξιμο το φρικτό πούχε κάμει να βγάλη του παιδιού της τόνομα της Βεργινίας. . . Κ’ έξαφνα εκεί που ξεφώνιζε με το κεφάλι κάτω, της φάνηκε πως άκουσε μια βαθειά φωνή αλλοιώτικη απομέσα της που βούιξε, σα θάλασσα μες ταυτιά της: «Όλα τα θέλεις, αχόρταγη ! και το σπίτι μου και τον άντρα μου και το παιδί μου; Είναι δικό μου το παιδί! -τόσον καιρό το λαχταρούσα και το περίμενα. . η ψυχή μου τόχει γεννημένα πριν ναρθής εσύ να μου πάρης την ευτυχία μου!
Καθώς έσκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της αριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.
Κι η γριά, που δεν είχε ανοίξη ακόμα το στόμα της, ακολουθώντας πίσω το γέρο της, με τη φωνή πνιγμένη απ' το λαχάνισμα, μουρμούρισε: — Βρισκόμαστε, που λες, για να μη.. για να μη τον φαν' οι λύκοι σαν τύχη και ξεπέση κανένας χριστιανός από δω......,
Τα απλά αυτά λόγια με ξαναφέρανε στην πραγματικότητα και στο στήθος μου πέρασε ένα θερμό κύμα ευγνωμοσύνης προς το νέο, που με πήγαινε με το αμάξι του. — Ναι, είπα με πνιγμένη φωνή. Αυτό είναι. Και κάθησα στο αμάξι με το συναίστημα πως βρήκα έναν άνθρωπο, που έννοιωσε τι έτρεχε κ' ήθελε να με βοηθήση.
Όταν δε εκείνοι ήλθον, τους ενέκλεισε πάντας εις το ιπποδρόμιον και διέταξε κρυφίως την αδελφήν του Σαλώμην να σφαγώσιν ανηλεώς κατά την στιγμήν του θανάτου του. Και ούτω, πνιγμένη όπως ήτο εις το αίμα, και σφαγάς επιτάσσουσα εις το ύστατον αυτής παραλήρημα, η ψυχή του Ηρώδου απήλθεν εις το σκότος.
Μπροστά στα μάτια της είδε άξαφνα η κοπέλλα το νέο τον κυνηγό, που πάντα τον εκαρτερούσε και πάντα τον απόδιωχνε. Μια ντροπή χύθηκε κ' έβαψε με κοκκινάδι το πρόσωπό της. Γιατί οι κοπέλλες έχουνε κρυφό και μυστικό τον ύπνο τους και τον φυλάνε απ' τα μάτια των παλικαριών. Ο κυνηγός την καλημέρισε με πνιγμένη φωνή. — Τι θέλεις από μένα, κυνηγέ, με το τουφέκι; του είπε δειλά.
Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.
Ο Γιάννος τρέχει σπίτι του το γάμο να ετοιμάση, Τρέχει κι’ η Μάρω από κοντά, πνιγμένη στην αγάπη, Και τη στιγμή, που αντίκρυσαν τ’ αγαπητό τους σπίτι, Ακούνε μαύρα κλάματα, καθάρια μυριολόγια.... Του Γιάννου η μάννα μύρονταν κι’ αυτή μυρολογούσε... Σαν περδικούλα θλίβονταν, σαν το παππί μαδυώνταν, Σαν του κοράκου τα φτερά τη φορεσιά της είχε.... Για το παιδί της θλίβονταν, τον ξακουσμένο Γιάννο, Που είταν χαμένος κι’ άφαντος τρεις μήνες στην αράδα.
Έφταιξε τόσο πολύ, αμάρτησε τόσο πολύ ο κόσμος για να τιμωριέται τόσο σκληρά αυτή η δυστυχισμένη! Και στο υστερνό στεναγμό της, στο υστερνό φίλημά της απάνω στα λυπημένα μάτια της κόρης της, το τραίνο κυλά λαχανιασμένο, αδιάφορο μπροστά. Χάνεται στη νύχτα μπροστά στα θολά μάτια της το χλωμό κεφαλάκι της κόρης της που πνιγμένη στα δάκρια ψιθυρίζει: — Μάννα, γλυκειά μου μάννα!...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν