United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φιλοσοφία όταν τους παρέλαβε, τους έβαψε με το χρώμα της- και όσοι μεν απερρόφησαν άφθονον την βαφήν, εμορφώθησαν εντελώς χρηστοί και απηλλαγμένοι από άλλα χρώματα και προς υποδοχήν σου είνε ούτοι ετοιμότατοι• όσοι δε ένεκα του παλαιού ρύπου δεν ηδυνήθησαν ν' απορροφήσουν κατά βάθος και άφθονον την βαφήν, από μεν τους άλλους είνε καλλίτεροι, είνε όμως ατελείς και λευκόμαυροι, ως στιγματισμένοι, και παρδαλοί το χρώμα.

Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!... Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί.

Τον εργάτη τον έβαψε πράσινον, την κάμαρή μας κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψη και το σκαφίδι. Ήταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο. — Όχι γαλάζιο, λέγει· κάτασπρο είνε ομορφώτερο. — Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα. — Έχειδεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται.

Έβαψε τα κόκκινα αυγά την μεγάλην Πέμπτην, εκατόν τριάκοντα περίπου, εζύμωσε δε το μέγα Σάββατον τας αυγοκουλούρας και δύο μεγάλα πρόσφορα, αναγγείλασα εις τον Παπά-Χρήστον νάχη τον νουν του, να προσκομίση από τα δικά της πρόσφορα.

Προ μικρού έβαψε τα χέρια του εις το αίμα, κατά την προαίρεσίν του εφόνευσε τον Κλαύδιον· εις τον αθέλητον φόνον του γέροντος Αυλάρχου τού φαίνεται ότι βλέπει τον δάκτυλον της Θείας Δίκης οπού τιμωρεί την απραξίαν του και τον προστάζει να γίνη εκτελεστής των ορισμών της· του επαρουσιάσθη και πάλιν τα Πνεύμα του πατρός του και του υπενθύμισε την υποχρέωσίν του· του έγινε γνωστόν ότι ο Κλαύδιος απεφάσισε να τον στείλη εις την Αγγλίαν με τους δύο δολίους συμμαθητάς του οπού κομίζουν σφραγισμένα γράμματα, όπου αυτός υποπτεύεται ότι περιέχονται φονικαί εναντίον του διαταγαί.

Μπροστά στα μάτια της είδε άξαφνα η κοπέλλα το νέο τον κυνηγό, που πάντα τον εκαρτερούσε και πάντα τον απόδιωχνε. Μια ντροπή χύθηκε κ' έβαψε με κοκκινάδι το πρόσωπό της. Γιατί οι κοπέλλες έχουνε κρυφό και μυστικό τον ύπνο τους και τον φυλάνε απ' τα μάτια των παλικαριών. Ο κυνηγός την καλημέρισε με πνιγμένη φωνή. — Τι θέλεις από μένα, κυνηγέ, με το τουφέκι; του είπε δειλά.

Μια θαμπή κοκκινίλα έβαψε το πρόσωπό του που έμοιαζε να φλέγεται λιπόσαρκο, με το δέρμα να είναι κολλημένο στο κρανίο του. «Οι κυράδες μου δεν με εμπιστεύονται πια και δεν μου μιλούν για τις υποθέσεις τους. Και καλά κάνουν. Γιατί να μου τα λένε άλλωστε; Εγώ είμαι μόνο ένας υπηρέτης.» «Να πάρει η οργή! Να σε πληρώσουν όμως ούτε κουβέντα!