United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι μεν ναυαγοί είχον σωθή· είχαν έλθει νύκτα εις την πόλιν οι κάτοικοι τους έδωκαν φορέματα, ήναψαν μεγάλην φωτιάν μέσα εις μίαν ισόγειον αποθήκην, και τους εζέσταναν. Οι ξένοι έπιον ρούμι άφθονον, και ήναψαν τας πίπας των. Εφαίνοντο ευχαριστημένοι από την φιλοξενίαν των εντοπίων. Τώρα επρόκειτο και πώς να σωθώσι τα ναυάγια.

Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ' ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κ' η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ'στάνα της την βρεγμένην και εφόρεσεν άλλην στεγνήν, και το γ'νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων, και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζε το μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κ' εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον το σωζόμενον εντός του ιερού βήματος, κ' έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. &Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.&

Λέγεται, αγαπητέ Φίλων, ότι επί της βασιλείας του Λυσιμάχου ενέσκηψεν εις τα Άβδηρα μία τοιαύτη επιδημία. Όλοι οι κάτοικοι κατελήφθησαν υπό σφοδρού πυρετού, όστις εξηκολούθει με συχνούς παροξυσμούς επί επτά ημέρας. Κατά δε την εβδόμην ημέραν άλλοι μεν από τους αρρώστους επάθαιναν άφθονον αιμορραγίαν της μύτης, άλλοι δε εφίδρωσιν επίσης άφθονον και ούτω έπαυεν ο πυρετός.

Όθεν ο Ζάχος μόλις εγνώρισεν ότι θα μετείχε της νυκτερινής εξόδου, πιστός εις την κλεφτικήν συνήθειαν, έσπευσεν ευθύς, αν όχι να λουσθήδιότι το νερό δεν ήτο άφθονον εις την πολιορκουμένην πόλιννα καθαρίση τουλάχιστον τάρματά του και τα παρέδωσεν εις την μητέρα του μέχρι της ωρισμένης ώρας.

Νομίζω από τον προσδιορισμόν του μήκους και της απειρίας του χρόνου, και των μεταβολών αι οποίαι συνέβησαν εις το διάστημα αυτό. Πώς εννοείς; Πρόσεξε. Αφ' ότου υπάρχουν πόλεις και άνθρωποι κοινωνικοί, νομίζεις ότι ενόησες ποτε ακριβώς πόσον χρονικόν διάστημα επέρασες Βεβαίως αυτό δεν είναι διόλου εύκολον. Ενόησες όμως τουλάχιστον ότι ημπορεί να είναι άφθονον και αμέτρητον;

Τούτων γενομένων, γεμίζουσι το εναπομείναν σώμα με άρτους καθαρούς, με μέλι, με σταφίδας, με σύκα, με λιβανωτόν, με σμύρναν και με άλλα μύρα. Αφού δε το γεμίσωσι τοιουτοτρόπως, το καίουσιν επί του βωμού χύνοντες επ' αυτού άφθονον έλαιον.

Μόνον το λαμπρόν και άφθονον φως του ηλίου δύναται, αντανακλώμενον επί της σελήνης και των άλλων σκοτεινών ουρανίων σωμάτων, να φωτίζη και να λαμπρύνη αυτά. Αλλ' η λάμψις των γονέων δεν δύναται δυστυχώς να λαμπρύνη σκοτεινά και άδοξα τέκνα· απ' εναντίας έτι μάλλον σκοτεινοτέραν αναδεικνύει την αδοξίαν αυτών.

Υπήρχον δε πολλά άλλα δένδρα ήμερα, και παρήγεν άφθονον βοσκήν εις τα ποίμνια· και προς τούτοις το νερόν, το οποίον έπιπτε κάθε χρόνον εκ του Διός, το αποταμίευε και δεν το έχανε, καθώς τώρα που τρέχει από γυμνήν γην εις την θάλασσαν, αλλ' είχε πολύ χώμα και το εδέχετο υποκάτω, και αποθήκευε διά του πηλού, ο οποίος την εσκέπαζε, το νερόν, το οποίον κατέπινεν, αφήνουσα να τρέχη από υψηλά εις τα κοιλώματα, και παρουσίαζεν εις όλους τους τόπους άφθονα τρεχούμενα νερά εις βρύσεις και ποταμούς, των οποίων ιερά σημεία έχουν απομείνη ακόμη και τώρα εκεί που πρότερον ήσαν βρύσεις, διά ν' αποδεικνύουν ότι όσα λέγονται τώρα δι' αυτήν είναι αληθινά.

Αυτήν την αμοιβήν ελάβομεν παρά σου διά την χάριν την οποίαν σου εκάμαμεν να σου αφήσωμεν ανοικτόν των ανθώνα εκείνον και να μη σ' εμποδίσωμεν να κόψης άνθη και αφού έκαμες άφθονον προμήθειαν ν' απέλθης. Διά τούτο είνε δίκαιον να τιμωρηθής διά θανάτου.

Αχ! Πόσον δεν μας ευφραίνουν όλους, πόσον δεν μας καθηδύνουν όλους, της χαράς μας αυτά τα φαντάσματα, της ψυχής μας οι παλαιοί αυτοί πόθοι, όταν εις την δύσιν του βίου μας εμφανίζωνται, ως όταν είμεθα νέοι, εις τον καιρόν μας, πλήρεις ζωής και ακμής, ότε πράγματι τους απηλαύσαμεν τους πόθους εκείνους τους γλυκείς, τους μακαρίους εκείνους πόθους, την χαράν εκείνην την άρρητον, ότε δεν ήσαν φαντάσματα, αλλά πραγματικαί, υπάρχουσαι, ζώσαι εικόνες, ότε, εν τω κυανώ ορίζοντι της ζωής ημών, μόνον η ανατολή εδείκνυτο, σβεννυμένης της δύσεως μέσα εις την άφθονον του μεσουρανήματος λάμψιν, ότε η ωραία σκούνα μας ήτο παρά το πλευρόν μας, με τα χρυσά της κορζέτα, και δεν είχεν αφαρπάση αυτήν ο άνεμος του αστάτου πελάγους, όστις, όταν πνεύση, τίποτε δεν αφίνει εις την θέσιν του . . .