United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δυστυχής ιερεύς ενόμισε φυσικώ τω λόγω ότι ο συνεφημέριός του, προς ον αντεφέρετο αμοιβαίως, είχε προλάβει αυτόν, και ιδών ότι δεν ηδύνατο να αποσπασθή ευκόλως εκ της αγκάλης του ύπνου, ωφελήθη εκ της ευκαιρίας όπως δυσφημήση αυτόν παρά τοις ενορίταις του ως οκνηρόν. Ο ιερεύς εγείρεται, αναπηδά, περιβάλλεται ταχέως το ράσον, φορεί την μίαν κάλτσαν, υποδένεται τα πέδιλα, και τρέχει.

Ότε οι δύο χωρικοί έφθασαν εκεί είχεν ανέλθει επί του λέβητος γέρων ιερεύς, υψηλός, ασκεπής, κρατών εις την δεξιάν χείρα χαρτίον επίμηκες και εις την αριστεράν ανημμένην λαμπάδα, χονδράν και κατάμαυρον. Δεξιά και αριστερά αυτού, κάτω ίσταντο τέσσαρες άλλοι ιερείς, ενδυμένοι ποικιλόχρωμα άμφια και κρατούντες επίσης μαύρας λαμπάδας εις τας χείρας.

Ενώ δε ο Γεροστάθης ετελείονε τα ανωτέρω περί Περικλέους, εισήλθε προς επίσκεψίν του ο ιερεύς της κωμοπόλεως, τον οποίον με σέβας και με φιλοφροσύνην υπεδέχθη ο γέρων· άπαντες δε επροσηκώθημεν αμέσως προς χαιρετισμόν του αγαθού διδασκάλου μας.

Πάψε, πάψε για όνομα Θεού! εφώναξε προς τον ιερέα, τραβών τα μαλλιά του εκ φρίκης. Και ητοιμάζετο να εξέλθη της οικίας. — Άκουσε, Δημήτρη· είπεν ο ιερεύς με ύφος συμπαθείας· να δώσης τα λεφτά και να φέρης να σου ρίξω κανένα σαραντάρι για την ψυχή. Ο Δημήτρης δεν ήκουε πλέον κ' εξήλθε της οικίας αλλοφρόνων.

Δεν θέλω ν' απαιτήσω από καλούς χριστιανούς να θάψουν τα σώματά τους στο πλάι ενός δυστυχισμένου. Αχ, ήθελα να με θάψετε στο δρόμο, ή σε έρημη κοιλάδα! Ο ιερεύς και ο Λευίτης θα αντιπαρήρχοντο μπρος από την πέτρα που θάδειχνε τον τάφο μου, και ο Σαμαρείτης θα έχυνε ένα δάκρυ. »Κύτταξε, Καρολίνα! Δεν φρικιώ πιάνοντας το ψυχρό τρομερό ποτήρι που θα πιω τη ζάλη του θανάτου!

Και ύστερα; — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. — Μα θα πας; — Θα πάω. — Ξέρεις καλά το δρόμο; — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος μου... — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός. — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; — Όχι αλλά... — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.

Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το ράσον μου. Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα. — Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς. — Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κ' έρχομαι αμέσως να τον πάρω. — Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς. — Και βέβαια!

Μετά οκτώ ετών απουσίαν εύρε την Αρετούλαν μεταβληθείσαν εις νέαν κομψήν και ωραίαν, αλλά και η ξανθή κεφαλή του Ναρκίσσου δεν ηλαττούτο ωραιότητος υπό τον μαύρον σκούφον του αναγνώστου. Ο συνοδεύσας τον γαμβρόν Δεσπότης ηυλόγησε τον γάμον, εχειροτόνησε τον νεανίαν διάκονον και πρεσβύτερον, και επέστρεψε πάλιν εις Άνδρον. Προ τριών ήδη μηνών ο Νάρκισσος ήτο ιερεύς, τα πάντα δ' έβαινον κατ' ευχήν.

Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το &Κύματι θαλάσσης&. Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το &Δεύτε λάβετε φως&. Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι την Ανάστασιν.

Τι να κάμης; να μετρήσης τα λεφτά και γρήγορα γιατ' είσαι χαμένος άνθρωπος· είπεν ο ιερεύς με αυστηρόν ύφος, θέλων να κάμη σοβαρωτέραν την εντύπωσιν των λόγων του. — Μα δεν έχω· πού να οικονομήσω τρακόσες δραμές;