United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το ράσον μου. Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα. — Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς. — Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κ' έρχομαι αμέσως να τον πάρω. — Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς. — Και βέβαια!

Δεν θα σε αφήσω, κόρη, ν' αποθάνης απερίσκεπτος, άλλά θα υπάγω εκεί από τούδε μετά των οπλιτών μου τούτων, περιμένων την έλευσίν σου. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Διατί, μητέρα μου, κλαίεις σιωπώσα; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Έχω η δυστυχής εις την ψυχήν μου πόνον αρκετόν προς τόσα δάκρυα. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Παύσε, μη εξασθενής το θάρρος μου, και άκουσε μίαν μου παράκλησιν.

Αλλ' η μήτηρ του σιωπώσα ήρχισε να κλαίη. Τα σιωπηλά αυτά δάκρυα τόσην εντύπωσιν επροξένησαν εις την ευαίσθητον ψυχήν του νέου Βασιγκτώνος, ώστε αμέσως επαναφέρει το κιβώτιον από την λέμβον εις την οικίαν, και θυσιάζει προθύμως τον ναυτικόν έρωτά του ενώπιον της υιικής του αγάπης.

Όταν ο σύντροφος του Αποστόλου άφησε να φαίνεται η ασκητική μορφή του και το φαλακρόν κρανίον του, μόλις είδε την εμπνευσμένην εκείνην κεφαλήν με τα κόκκινα βλέφαρα και την γαμψήν ρίνα, ο Κρίσπος ανεγνώρισε τον Παύλον τον Ταρσέα. Η Λίγεια έπεσε γονυκλινής παρά τους πόδας των δύο αποστόλων και έκρυπτε το μικρόν δακρυσμένον πρόσωπόν της εις τας πτυχάς του μανδύου του Αποστόλου σιωπώσα.

Σιωπώσα και μετά θάρρους θα προσφέρω τον λαιμόν μου εις την μάχαιραν». Ταύτα είπεν, όλους δε κατέλαβε θάμβος, ότε ήκουσαν τους λόγους της παρθένου και είδον την γενναιότητα αυτής και την αρετήν.

Επέστρεψα εις την οικίαν πλήρης ταραχής και αδημονίας. Ένευσα εις την μητέρα μου, όπως εξέλθη του δωματίου, και ειπών δι' ολίγων λέξεων τα τρέχοντα την ηρώτησα εάν νομίζη ότι δυνάμεθα να μετακομίσωμεν τον πατέρα μου. Με έλαβεν εκ της χειρός, με ωδήγησε παρά την κλίνην και μου έδειξε σιωπώσα τον ασθενή.