United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν μείνουμε σ' αυτόν εδώ τον τόπο, κινδυνεύουμε κάθε στιγμή να μας περάσουνε στη σούβλα. Αλλά πώς ν' αποφασίσω ν' αφήσω το μέρος του κόσμου, που η δεσποινίς Κυνεγόνδη κατοικεί; — Ας στρίψουμε προς τη Γαϋέννα, είπεν ο Κακαμπός· θα βρούμε κει Γάλλους, που γυρίζουνε όλο τον κόσμο: θα μπορέσουνε να μας βοηθήσουνε. Ο Θεός ίσως μας λυπηθή.

Μα καθώς στεκόμαστε βυθισμένοι στους στοχασμούς μας και κοιτάζαμε το φως του φεγγαριού να σβήνη στη σκοτεινιά του δάσους, η γυναίκα μου είπε: — Δε θέλω να την αφήσω εδώ. Ήθελα να την πάρω μαζί μου. Την έβγαλε προσεχτικά και την κάρφωσε στο φόρεμά της. — Μπορεί να μην ξαναγυρίσω εδώ και δε θέλω να τη βρης εσύ κατόπι.

Μια δυο φορές μάλιστα πήγανε να σφαγούν με τα μαχαίρια του τραπεζιού, αν δεν τύχαινε η μάννα τους να τους χωρίση. — Το σπίτι μου είνε ναός και δε θ' αφήσω να το πατήση το γουρνοτσάρουχο! επρόσθεσε τώρα, κυττάζοντας περήφανα τους σοφούς συντρόφους του.

Πού πάω; θα πάρω τους κολλήγους και θα πάω ίσα ναν του χαλάσω τη σπορά. Δε θαν τον αφήσω γω να καλλιεργήση μπροστά στη μύτη μου! — Κάτσε ήσυχα, μωρ' αδερφέ· κάτσε ήσυχα να ζήσης· του είπε με μαλακή φωνή ο Δημητράκης. — Γιατί να κάτσω ήσυχα αφού πατάει τον τόπο μου ; — Μα καλά· πούθε θα περάσης για να πας ως εκεί; Ο Χαγάνος είνε στη μέση. Σ' αφίνει ο Χαγάνος να πατήσης το χτήμα του ;

Και αν ήτο φόβος μήπως αλλάξης γνώμην κατόπιν, τόρα θα επροσπαθούσα συζητητικώς με πειστικά επιχειρήματα να σε κάμω να συμφωνήσης μαζί μου. Επειδή όμως κάλλιστα εννοώ τον χαρακτήρα σου, ότι δηλαδή και χωρίς να σου ειπώ εγώ, τείνεις εις όσα τόρα λέγεις, ότι σύρεσαι, δι' αυτό θα σε αφήσω μόνον σου. Διότι θα χάσωμεν αδίκως πολύν καιρόν.

Όχι να ζήσω μα και τρομάρα είχα μήπως χάσω άξαφνα τη ζωή και τ' αφήσω έρημα στο έλεος και την καταφρόνια του κόσμου. Έκανα τη νύχτα ημέρα. Όσο στέκει τ' αλόγου η ουρά κ' εγώ εστάθηκα. Σε πολλά η τύχη μου ήρθε κόντρα· κόντρα της εβγήκα κ' εγώ με τα όλα μου. Δεν είχα σκοπό να πισωπατήσω μηδέ τρίχα.

Καθ' όσον όμως επλησίαζα και εξηπλούντο επί της εξοχής αι σκιαί της εσπέρας, ήρχισε να με καταλαμβάνη μυστηριώδες τι αίσθημα ανησυχίας. Διατί να έλθω μόνος; Διατί να μη αφήσω τον Παντελήν να με συνοδεύση ; Είχα θεωρήσει ασφαλέστερον να μη τον προσλάβω, φοβηθείς μη προκαλέσω υποψίας αν εφαινόμην εκεί με τον σύντροφόν μου και τον όνον του.

Θαρρείς ότι μπορούσα σε τέτοιο χάλι φοβερό ν' αφήσω μια λεχούσα; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπορούσες και να μου το πης, πριν πας εκεί τρεχάτη. Εδώ συμβαίνει κάτι. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα της θεές, πετάχθηκα όπως κ' αν ήμουν έξω, γιατί έπρεπε και γρήγορα, κι' όπως μπορώ, να τρέξω. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και έπειτα, για στάσου!

Αν είχες γένεια, σ' έκαμνα εγώ εσένα τώρα να τρέμη το πηγούνι σου! Τι θέλεις; ΚΟΡΝ. Ω αχρείε! α’ ΥΠΗΡ. Τόπον λοιπόν εις την οργήν, κι' ας γίνη ό,τι γίνη! Μάχονται. Δος το σπαθί σου. Ο αισχρός αντίστασιν θα κάμη! α’ ΥΠΗΡ. Μ' εσκότωσε...Αυθέντα μου, σου μένει ένα 'μάτι να τον ιδής τι έπαθε! Αποθνήσκει. ΚΟΡΝ. Δεν θα τον αφήσω τίποτε άλλο να ιδή και με το άλλο 'μάτι.

Πήγα λοιπόν κι άρχισα να τον ορμηνεύω: όχι τούτο, όχι κείνο· έτσι τούτο, έτσι κείνο. Μα αυτός τη δουλειά του· δεν ήθελε να μ' ακούση... — Δεν τον άφινες να κάνη ό,τι θέλει· του είπε η Ελπίδα. — Ό,τι θέλει! πως θα τον αφήσω να κάνη ό,τι θέλει! Πιάνω, που λες, μια μηλιά που είχε φυτεμένη δίπλα σε καρυά, την ξερριζώνω και τη βάνω παραπέρα. — Να, μωρέ κουλούκι, του λέω· εδώ είν' η θέση της.