United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτε λέξιν πλέον. Ακούς, μητέρα. Δεν επιτρέπω. Είμαι άντρας και έκαμα ό,τι ήθελα. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Κι' επρόκοψες. Άντρας! Ακούς εκεί. Κ ώ σ τ α ς. Για όσα έκανα ως τώρα, εύρισκες ότι ήμουν άντρας κι' οι άντρες κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτή δεν είναι η αρχή σου; Και δεν μ' ενανάριζες μωρό και μ' εμεγάλωσες νέο με το τραγούδι αυτό. Πόσες φορές μου είπες : Γλέντιζε, παιδί μου, είσαι άνδρας!

Και πώς το έκαμες αυτό; Δεν είχες προσταγήν μας... ΚΟΡΝ. Πώς εις το Δούβρον; — Άφες τον ν' αποκριθή εις τούτο. ΓΛΟΣΤ. Δεμένον χειροπόδαρα μ' έχετ' εδώ! Κτυπάτε! ΡΕΓ. 'Σ το Δούβρον πώς τον έστειλες και διατί; ΓΛΟΣΤ. Διότι δεν ήθελα με τ' άσπλαγχνα τα 'νύχια σου να βλέπω να ξερριζώνης τα πτωχά, τα γέρικά του 'μάτια!

Ο Οφφικιάλος του Βασιλέως δεν εθεωρούσε χωρίς συντριμμόν της καρδίας του ετούτο το θέαμα· αγαπημένοι νυμφίοι, είπεν, εγώ πολλά αισθάνομαι την θλίψιν σας· ήθελα αν ημπορούσα να σας βοηθήσω, και να σας εβγάλω από τα βάσανα, μα εις το χέρι μου δεν είνε, παρά εις του Ουρανού, και αν τον παρακαλέσητε με θερμότητα, θέλει σας σπλαχνισθή, και σας χαροποιήση.

Ότι ο άρχων έχει ανάγκην... — Ο άρχων δεν έχει ανάγκην, είπεν αγερώχως ο ξένος. — Δεν ειξεύρω να μιλήσω καλά, ετραύλισε συνεσταλμένος ο Γύφτος. — Δεν πειράζει. Ήθελες να είπης ότι ο άρχων επιθυμεί. — Ναι, αυτό ήθελα να είπω, εψέλλισεν ο Πρωτόγυφτος. — Καλά. Βλέπεις, όταν θέλης, δύνασαι να ομιλής ελληνιστί, είπεν ο άρχων. — Όταν μου τα λένε, τα διορθόνω, είπεν ο Γύφτος. — Και τούτο καλόν.

Μια γλώσσα κανείς να ξέρη και του φτάνει. Η Αλεξάντρα Παππαδοπούλου και κείνη με χάρη τα λέει. Κι ο Μάνος; Αχ! το κακό το παιδί! Θησαβρούς μέσα του κρύφτει και δεν τους βγάζει. Είμαι μαζί του θυμωμένος, γιατί μπορεί ό τι θέλει να γράψη και να καλογράψημα δε θέλει. Τι να πω τώρα για τον Αργύρη, για τον Αργύρη μας το χρυσό; Ήθελα να ξέρω τι του λείπει. Έχει γλώσσα, τέχνη έχει.

Έπειτα είδα το θάνατο να μου αρπάζη από την αγκαλιά το πιο αγαπητό που είχα, είδα φίλους να χάνουνται, αιστάνθηκα να με αφίνουν όλα για όσα ήθελα να ζήσω ή να πεθάνω πνευματικά.

Οι σπαθισμένες κολλώνες του, έλεγες πως στήριζαν τον ουρανό. — Δε σου φαίνεται πως και τα δυο βγήκαν απ' τον ίδιον τεχνίτη ; ρώτησε η κόρη το Δημητράκη, δείχνοντας τα χαλάσματα και το παλάτι της Πεντάμορφης. — Ναι· μοιάζουνε σαν πατέρας με παιδί, είπε κυττάζοντάς τα στοχαστικά. Αχ, πώς ήθελα να σκότωνα τον πατέρα! πρόσθεσε άξαφνα. Να μπορούσα να τον σκότωνα!

Αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι ο Αλέξανδρος είπε μίαν ημέραν τα εξής : Ήθελα, Ονησίκριτε , αφού αποθάνω, ναναζήσω επ' ολίγον, διά να ίδω πώς οι άνθρωποι θα κρίνουν όσα θα ιστορούνται περί εμού. Εάν τώρα επαινούν και εγκωμιάζουν, τούτο δεν είνε παράδοξον, διότι έκαστος με αυτό το δόλωμα προσπαθεί να συλλάβη την εύνοιάν μου.

ΙΩΝ Τότε με γέννησες εμέ. ΞΟΥΘΟΣ Και σ' εύρε η τύχη, γυιέ μου. ΙΩΝ Πώς ήλθα στο ναό αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Θα σ' άφησεν η κόρη. ΙΩΝ Δούλος για αυτό δεν έγινα. ΞΟΥΘΟΣ Τώρα λοιπόν, παιδί μου δέξου με για πατέρα σου. ΙΩΝ Δεν πρέπει ν' απιστήσω στο λόγο που είπεν ο θεός. ΞΟΥΘΟΣ Πολύ καλά το εσκέφθης. ΙΩΝ Τι άλλο ήθελα απ' αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Το πράμα τώρα βλέπεις όπως σου πρέπει να το ιδής.

Είταν πια αρραβωνιαστικιά μου. Από μικρή την αγαπούσα· την ήθελα από μικρή. Είμουν αγώρι, το θυμάσαι, και σου μιλούσα για τη Μοιρίτα. Ότι έγινα άντρας, πήγα να τη ζητήσω.