United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ ενθυμείσαι ω Ταλμούχ, την υστερινήν βραδειάν, οπόταν ήθελες να μισεύσης από τον κήπον, το τάξιμον που σου έκαμεν η Τζελίκα, διά το οποίον την ερχομένην ημέραν με κράζει και μου λέγει· αγαπημένη μου Καλεκάρη, εγώ από την αγάπην που έλαβα εις τον Ταλμούχ θέλω να τον κάμω ευτυχή, και θέλω να ζήσω με αυτόν, μακάρι να ήξευρα να κινδινεύση η ζωή μου χίλιες φορές· τι στράταν το λοιπόν με ερμηνεύεις να πιάσω διά να λάβω την επιθυμίαν μου; Εγώ εις αυτά τα λόγιά της, δεν έλειψα που να την αντικόψω από αυτήν την απόφασιν, λέγοντάς της χίλιες ερμηνείες, διά να της εβγάλω τες φαντασίες του έρωτος που την είχαν περιπλεγμένην, μα τίποτε δεν ωφέλησαν τα όσα της είπα, και αφού εγνώρισα την σταθερότητά της, και το αμετάβλητον της γνώμης της, της είπα.

Τι με ορμηνεύης, ακριβή μου Σουλταμεμέ, να κάμω διά να εβγάλω από την φαντασίαν της θυγατρός μου αυτήν την πλάνην, και να την καταπείσω να κλίνη εις υπανδρείαν; πιστεύεις εσύ να ημπορέσωμεν με κάποιον τρόπον να την καταπείσωμεν να γνωρίση την πλάνην της; Αυθέντα, απεκρίθη εκείνη, αν η υψηλότης σου θέλη αφήση εις εμένα αυτήν την επιστασίαν, σου τάσσω να την καταπείσω, και να την βγάλω από αυτήν την φαντασίαν που την κυριεύει.

Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να μην πέσω.

Ο Οφφικιάλος του Βασιλέως δεν εθεωρούσε χωρίς συντριμμόν της καρδίας του ετούτο το θέαμα· αγαπημένοι νυμφίοι, είπεν, εγώ πολλά αισθάνομαι την θλίψιν σας· ήθελα αν ημπορούσα να σας βοηθήσω, και να σας εβγάλω από τα βάσανα, μα εις το χέρι μου δεν είνε, παρά εις του Ουρανού, και αν τον παρακαλέσητε με θερμότητα, θέλει σας σπλαχνισθή, και σας χαροποιήση.

Αυτά τα λόγια τα επρόφερα με τόσην ζέσιν και παράπονον, που η κυρά εκατανύχθη από τον πόνον της, και μου είπε· παύσε, ω Ταλμούχ, να παραπονήσαι πλέον και να θλίβεσαι· κάνει χρεία να σου φανερώσω την αλήθειαν, και να σε εβγάλω από την πλάνην, διότι εγνώρισα την σταθερότητά σου.

Εσείς είσθε εις μεγάλον λάθος, είπε τότε ο Βεδρεδίν, εις το να πιστεύετε ότι εγώ να μην είμαι τρωμένος από αγάπην, και αυτό προέρχεται, με το να με στοχάζεσθε χωρίς αγαπητικήν, μα διά να σας εβγάλω από την φαντασίαν, θέλω σας ειπεί, πως αγαπώ και εγώ παρομοίως ωσάν και εσάς και ότι η αυτή αγάπη μοναχά με εμποδίζει να είμαι τελείως ευτυχισμένος.

Η Δαρδανέ, η ωραία Δαρδανέ έχει πλανωμένους πάντοτε τους στοχασμούς μου· και με όλον που κάθε στιγμήν στοχάζομαι πώς αυτή είνε αποθαμμένη και πώς δεν πρέπει πλέον να την στοχασθώ, έχω την δυστυχίαν να μην ημπορώ να εβγάλω από την φαντασίαν μου την μορφήν της· και είμαι τόσον σκοτισμένος, που αντίς να χαίρωμαι τόσα πλούτη και τόσα καλά, μου φαίνεται πως να μην είμαι ευχαριστημένος· καλύτερον αγαπούσα χίλιες φορές να εχαίρομουν μίαν ευτυχίαν μεσαίαν και να είχα την Δαρδανέ, παρά που να ζω χωρίς αυτήν με όλα ταύτα τα πλούτη.

Εδέχθηκα το πρόβλημα του προφήτου Χεδέρ, και έμεινα εις την συντροφιάν του πλέον παρά έναν χρόνον· μα με όλες ετούτες τες ευφροσύνες εκείνου του ωραίου τόπου δεν ημπορούσα να είμαι ήσυχος· η ενθύμησις της Γαντζάδας με έκανε να δοκιμάσω, ότι εγώ ήμουν ακόμη κολλημένος εις τον κόσμον· η επιθυμία διά να την ιδώ μου εσύγχιζε την ανάπαυσιν και πιστεύω ότι και η ίδια απόλαυσις των κορασίων δεν ήθελεν με κάμει να την εβγάλω από τον λογισμόν μου.

Ο βεζύρης αφού και άκουσε τον περιβολάρην, με επρόσταξεν να ξανατραγουδήσω διά να με ακούση· εγώ ελάλησα, και ετραγούδησα με τέτοιον τρόπον που τον έβαλα εις θαυμασμόν. Όχι, εφώναξε, όχι, όλοι οι μουσικοί του βασιλέως δεν παρομοιάζουν ετούτον· και μου κακοφαίνεται κατά πολλά που είναι κασιδιάρης, και κάνει κακήν θεωρίαν· μα αν ήτον αλλέως ήθελα να τον εβγάλω από αυτήν την κατάστασιν.