United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε αφιέρωσα πολλά εις τους ναούς διά τάγματα που είχα· εμοίρασα και πολλάς ελεημοσύνας εις πτωχούς· τα δε λοιπά τα εχαιρόμουν με τους συγγενείς και φίλους.

Η Δαρδανέ, η ωραία Δαρδανέ έχει πλανωμένους πάντοτε τους στοχασμούς μου· και με όλον που κάθε στιγμήν στοχάζομαι πώς αυτή είνε αποθαμμένη και πώς δεν πρέπει πλέον να την στοχασθώ, έχω την δυστυχίαν να μην ημπορώ να εβγάλω από την φαντασίαν μου την μορφήν της· και είμαι τόσον σκοτισμένος, που αντίς να χαίρωμαι τόσα πλούτη και τόσα καλά, μου φαίνεται πως να μην είμαι ευχαριστημένος· καλύτερον αγαπούσα χίλιες φορές να εχαίρομουν μίαν ευτυχίαν μεσαίαν και να είχα την Δαρδανέ, παρά που να ζω χωρίς αυτήν με όλα ταύτα τα πλούτη.

Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα. Εγώτι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη.

Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα κύματα της θαλάσσης και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το άλλο μέρος, στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα διά να ξαναϊδώ την γυναίκα μου και την πατρίδα μου. &Συμβεβηκός Η'. του Αμπουλβάρη&

Ζηλεύω την παλληκαριά, δεν τη φθονώ σαν άλλους... Κι' όταν εγώτα Γιάννινα, εσέ, το υιό τ' Ανδρούτζου, Του Καραΐσκου το παιδί, το Θώδωρο το Γρίβα, Με τάλογά σας έβλεπα να λάμπετετον ήλιο, Ν' ανεμοστροβιλίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε, Κ' έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει, Νάμουν εγώ το σύγνεφο και σεις ταστροπελέκια... Καλός καιρός οπούτανε!... Τώρα και σας κ' εμένα Μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους Μας δέρν' η ανεμοριπή... Θέλεις να ζήσης, Διάκε;...

Αποβαίνοντας ο πατήρ μου και η μητέρα μου έμεινα μόνος κληρονόμος όλου του πλούτου και εχαιρόμουν μίαν υπερβολικήν ευτυχίαν· μα όντας πολλά νέος και άγνωστος εξώδεψα την κληρονομίαν μου χωρίς στοχασμόν, διά να απολαύσω τα κακά μου θελήματα, και φερνόμενος με τούτον τον τρόπον δεν επέρασαν τρεις χρόνοι, και ευρέθη όλη μου η κληρονομία εφθαρμένη.

Απέρασαν δύο χρόνοι από εκείνον τον καιρόν, και αποξένωσα από λόγου μου ολίγον την φαντασίαν της μεγαλειότητος που ήμουν, και άρχισα να συνηθίζω ολίγον κατ' ολίγον εις εκείνο που ευρισκόμουν, και μου εφαίνονταν πώς δεν ήμουν άλλη, παρά θυγατέρα ενός ποταπού ανθρώπου, και η ησυχία που εχαιρόμουν με έκανε να λησμονήσω το περασμένον μου μεγαλείον.

Τότε εφούσκωσεν η θάλασσα και εσκέπασε το βουνόν έως εις τα θεμέλια του ναού· και ιδού είδα το πλοιάριον με έναν άνθρωπον που εκούπιζε και ήρχετο προς εμέ και εγώ ευθύς εμβήκα εις το πλοιάριον και ο άνθρωπος εκείνος ο μπρούντζινος εγύρισεν οπίσω και εκούπιζε με βίαν και χωρίς να ομιλήσω παντελώς εχαιρόμουν, που το όνειρον αλήθευσεν εις όλα.