Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Αυτά τα τέσσαρα λεοντάρια έχυναν από το στόμα των ένα κρυσταλλένιον νερόν, το όποιον πίπτοντας εσχηματίζετο εις ωραιότατα πετράδια και μαργαριτάρια, οπού έπλεον εις εκείνο το ανώγειον.
Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και κάποια υπερηφάνεια βασιλική.
Κι' έχυναν όλοι τους κρασί οχ τα ποτήρια χάμου, 480 μηδέ πριν τόλμησε να πιει κανείς τους, πριν να στάξει λιγάκι πρώτα του δεινού βροντοτινάχτη Δία. Πλάγιασαν τέλος να χαρούν και μια σταλιά τον ύπνο. Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή φωτούσε κάθε στράτα, κι' έκραξε των θεών βουλή ο βροντορήχτης Δίας ψηλά ψηλά στον Έλυμπο με τις πολλές ραχούλες.
Πουλάκια, μικρά, τόσο μικρά, που να τα κλείση ένας στην παλάμη του, έχυναν τη χαρμόσυνη, μελωδική φωνούλα τους, τρέχοντας εναέρια από δέντρο σε δέντρο και από θάμνο, σε πέτρα, με το κυματιστό, χαριτωμένο πέταμά τους· αρνάκια σγουρόμαλλα, σωριασμένα στον απότοιχο χωραφιού, αναμασσούσαν την τροφή τους αμέριμνα.
Εγώ βλέποντας τες έτσι κοντά μου άρχισα να τες θαυμάζω, και να τες χαϊδεύω· έτσι κάνοντας τες επαρατήρησα που έχυναν δάκρυα πολλώτατα, κάνοντάς μου διάφορα σχήματα.
Και αφού ετιμώρησε το βάναυσο για την κακοήθειά του, πλησιάζει τη βοσκοπούλα. Ω! τι βλέπει! τα ωμορφότερα του κόσμου μάτια της έχυναν τα ωμορφότερα δάκρυα του κόσμου. Αλλοίμονο! είπε από μέσα του, πώς μπόρεσε να προσβάλη ένα τόσο αξιολάτρευτο πλάσμα.
Μα και προτήτερα ποτέ δεν τις προσπερνούσανε χωρίς να τις νοιαστούνε, παρά πάντα, κι όταν έβγαιναν στη βοσκή, καθόντανε σιμά τους, κι όταν εγύριζαν τις προσκυνούσανε· κι όλο κάτι τους επήγαιναν ή λουλούδι ή πωρικό ή κλαρί χλωρό ή έχυναν γάλα· γι' αυτά όμως επληρώθηκαν από τις θέαινες αργότερα.
Και με τα λόγια τούτα έχυναν πιο καυτερά δάκρυα κ' έκλαιγαν όχι πια τα λουλούδια παρά τα κορμιά τους· έκλαιγε κ' η Χλόη το Δάφνη πως θα κρεμαστή και παρακαλούσε να μην έλθη πια τ' αφεντικό τους· και περνούσε μέρες πικραμένες σαν νάβλεπε από τώρα το Δάφνη να τόνε χτυπούνε με το καμτσίκι.
Και τα παιδιά της τάμοιρα εκλαίγανε κ' εκείνα στους πέπλους της μητέρας τους με πόνο κρεμασμένα. Εκείνη στην αγκάλη της τάσφιγγε με λαχτάρα και πότε το ένα βιαστικά φιλούσε, πότε τάλλο. Μα κι' όλοι οι υπηρέται της, που έχει στο παλάτι, έχυναν μαύρα δάκρυα για την καλή κυρά τους και για την μαύρη μοίρα της.
Και καθώς τα σμπρώχναμε, για να περάσουμε, 'τινάζουνταν πένθιμα με μολυβένια θλίψη και μ' έν' λυπηρό, λυπηρότατο τρίξιμο απάνω στα κεφάλια μας, στους ώμους μας, απάνω στο σαμάρι, απάνω στα κορμιά των αλόγων που τα κουδούνια τους κρεμασμένα προς τα κάτου έχυναν έναν αχό μελαγχολικό, πολύ σιγαλό, αγάλι' αγάλια και πένθιμο, απάνω κάτω σα νεκρικό σκοπό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν