United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


το μέτωπό του το πλατύ που το φωτίζ' ο ήλιος Επέρασ' ένα σύγνεφο. Το μάτι του κατάρα... Από τα βάθη της ψυχής ανέβηκε η πικράδατα δροσερά τα χείλη του και του τα φαρμακεύει Σαν νάχε πιή την αλοή... — Αχ! Μήτζε Κοντογιάννη, 'Σ τον άδη που θα καταιβώ, αν μ' εύρη ο γέροντάς σου Και με ρωτήση, τι θα 'πώ;... Πως μ' έν' αρματωλίκι.. Είπε και στέναξε βαρειά.

Και πια σαν ήρθαν στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο, τράβηξαν όξω στην ξηρά το μελανό καράβι, 485 ψηλά στον άμμο, με μακριά το στήλωσαν φαλάγγια, κι' ατοί τους γύρω σκόρπισαν στα πλοία και καλύβια.

Τώρα, Δυσσέα, ορίζω αφτό και σ' τ' αναθέτω εσένα· διάλεξε νιους μες στο στρατό, αρχόντων γιους, και φέρε τα δώρα οχ το καράβι μου, όλα όσα τ' Αχιλέα εχτές ρητά του τάζαμε, και φέρτε τις γυναίκες. 195 Κι' ο κράχτης μου μες στον πλατύ τον κάμπο ας ετοιμάσει καπρί, που εφτύς να σφάξουμε στο Δία και στον Ήλιο

Αφτόν εγώ, σα ζύγωνε, του μπήγω το χαλκένιο κοντάρι, και μακρύ πλατύ σ' τον στρώνω· και στ' αμάξι πήδησα εγώ και στην σειρά των πρωτομάχων μπήκα. Τότε οι λιοντόκαρδοι Επειγοί όλοι όπου φύγει φύγει 745 σκόρπησαν μόλις είδανε κι' έπεσε τέτιος άντρας, των αλογάδων αρχηγός, πούταν στις μάχες πρώτος. Ωστόσο εγώ τους μπήχτηκα σα μπόρα ανταρωμένη.

Τότε άλλα πάλι βάζει εφτύς βραβεία γληγοράδας, 740 κροντήρα αργυροσκάλιστη, που χώραε ως έξη μέτρα και νίκαε μες σ' ανατολή και δύση η ομορφιά της πολύ, τι χρύσοχοι λαμπροί τη δούλεψαν Σιδόνες, και νάφτες τον πλατύ γιαλό περνώντας ως στη Λήμνο χάρισμα εκεί την έδωκαν του βασιλιά του Θόα 745 σαν άραξαν μες στου νησιού το σφαλιστό λιμάνι, και ξαγορά στον Πάτροκλο την έδωκε κατόπι για το Λυκά ο αφέντης γιος του Γιάσου, ο Καλοκράσης· τότες του βλάμη του κι' αφτή βραβείο ο Αχιλέας τη βάζει για τον πιο αλαφρύ με τα γοργά ποδάρια.

Μόλις ήρχισε να ροδοκοκκινίζη το ψητόν, μόλις ήρχισε να μυρίζη προκλητικώς το τσιγαριστόν, και ο Γκιουλής, ανασπάσας την μάχαιραν από το πλατύ κίτρινον ζωνάρι του, ήρχισε να κόπτη γενναίους μεζέδες από τα δύο ψητά, και διά της κουτάλας έβγαζε μεγάλα κομμάτια από το τσιγαριστόν.

Οι γυμνοί μέχρι γόνατος πόδες της έτυπτον την κεφαλήν της εκ του πολλού τάχους, επί δε του εδάφους άφινον βαθείς τους τύπους των πελμάτων της· το στήθος της επρόβαλλεν εμπρός πλατύ κ' εξωγκωμένον· η χονδρά κεφαλή της, ορθία επί του νευρώδους τραχήλου της, έκλινε μικρόν προς τα οπίσω, όλον της δε το σώμα ωμοίαζε κένταυρον ορμώντα προς μάχην.

Μα πες κι' εσύ το τι θαρρείς, σαν πώς σ'το λέει ο νους σου; Τι εμένα ακράτητη η καρδιά μού λαχταράει να σύρω πέρα στα πλοία ως στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο

Σε θωρώ: στο γαλάζιο αιθέρα απλώνεις ατάραχα τα πράσινα κλαδιά, απ την κορφή ως το χώμα που ριζώνεις βαθιά του ηλιού βυζαίνεις τη χαρά. Τετράψηλο, πλατύ, βαθυσκιωμένο στου ποταμού την άκρη, σοβαρό, από την πιο ελαφρή πνοή αγγισμένο ψιθυρίζεις γλυκά σαν το νερό.

Ύστερ' από λίγες μέρες πέθανεν ο Γεροκαλαμένιος με το μαράζι και με το παράπονο που δεν είδ' ελεύθερη την πατρίδα του. Κατέβαινε αγάλια αγάλια κατακόκκινος ο ήλιος στο πέλαγο, πίσω από τα παλιά κάστρα και τα πυκνά κυπαρίσσια της Πάργας. Είχεν απ' ώρα αποχαιρετήσει τον πλατύ κάμπο του Φαναριού κ' έδινε τώρα τα στερνά του γλυκοφιλήματα στες ψηλές κ' ένδοξες κορυφές του Σουλιού.