United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ψητόν «'Στό λόγκο με πετούνεΕίπε και σιωπή βαθειά Όλους εκεί πλακόνει. Όλοι το Διάκο άκουγαν. Κανένας δε μιλάει. Κρυφά, σιωπιλά ο είς Τον άλλονε τηράει. 'Σ την σιωπή σηκόνεται Ο υιός του Κολοκοτρώνη. Εκείνος, όπουτο βουνό Της Μάνιας Ραμοβούνι Είδε τον Ήλιο, κ' έπιε Άρκτου αγρίας γάλα· Εκείνος, όπουτην Τουρκιά Τόσα κακά μεγάλα Έφερετο Βαλτέτσιον Και εις το Κορμοβούνι.

Εμπρός του, κάτω από την τράπεζαν, έβαλε τον σάκκον με το δέρμα· επειδή δε το ψωμί και το τυρί δεν του ήρεσαν, επατούσε από το κακόν του τον σάκκον, και το δέρμα έτριζε μέσα. — Τι έχεις μέσα εις τον σάκκον σου; ηρώτησεν ο γεωργός. — Έχω μίαν μάγισσαν, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος· και μου λέγει να μη τρώγωμεν ψωμί και τυρί, και ότι αυτή μας γεμίζει τον φούρνον με ψητόν και με ψάρι και με πήταν.

Ανέβη λοιπόν ο μικρός Κλώσος εις την σκέπην του κτιρίου, και εβολεύθη όπως καλλίτερα ημπορούσε διά να κοιμηθή. Αλλά απ’ εκεί επάνω ημπορούσε να βλέπη τι εγίνετο μέσα εις την οικίαν, διότι τα παραθυρόφυλλα δεν εσκέπαζαν τα παράθυρα έως επάνω. Είδε λοιπόν μίαν μεγάλην τράπεζαν στρωμένην, και επάνω εις την τράπεζαν κρασί και κρέας ψητόν και έν μεγάλον ψάρι.

Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε: — Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονταιαυτά τα στερνά τα χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο απ' τη μάνα του, και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα ο Θεός! Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ.

Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, καθ' ην παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης έκρυψεν επιτηδείως τας δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν δύο άδειαις, λέγων ότι δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του Χαιρημονά την βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος.

Δεν ηξεύρεις, είπεν εις αυτόν, ότι αύριον εις τας δέκα θα σε τουφεκίσουν; — Το ηξεύρω πολύ καλά· γενηθήτω το θέλημα του Θεού. Ηξεύρω όμως ότι έχω το δικαίωμα να ζητήσω να φάγω ό,τι θέλω εις το τελευταίον μου γεύμα. Παράγγειλε να μου φέρουν μίαν μακαρονάδα, ένα ψητόν καπόνι και κρασί των Συρακουσών.

Και βέβαια, του απεκρίθη ο γεωργός· αλλά πρώτα να φάγωμεν τίποτε. Η γυναίκα τους εδέχθη πολύ καλά, και τους έστρωσε την τράπεζαν, και τους έδωκε ψωμί και τυρί. Ο άνδρας της επεινούσε και έτρωγε με όρεξιν. Αλλά του μικρού Κλώσου ο νους ήτο εις το ψητόν και το ψάρι και το κρασί, τα οποία ήσαν κρυμμένα εις τον φούρνον.