United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τας επιστολάς ταύτας, διά των οποίων ανυμνούντο υπέρ παν άλλο των θελγήτρων της του μύστακος αυτής αι τρίχες, έσπευδε μετ' αιδήμονος αγανακτήσεως να καταγγείλη εις τον προσωρινόν διευθυντήν μακαρίτην Φαβρίκιον, πολυμαθέστατον και αγαθώτατον Γερμανόν, μ' εύθυμον διάθεσιν και μύτην κόκκινην μετά το γεύμα.

Εάν δεν του δώσης χρήματα, θα του προσφέρης γεύμα. Και τούτο δωροδοκία δεν είνε; Ή θα του στείλης κατ' οίκον βακαλιάρον και σαρδέλλες και οίνον. Δωροδοκία και τούτο. Εάν δεν σπεύσης εγκαίρως συ, θα σε προλάβη ο αντίπαλός σου, όστις θα φορή τον κόθορνον της φιλανθρωπίας δεξιώτερον. Ιδού πόθεν εγεννήθη η δωροδοκία.

Μόνον ο Σαϊτονικολής, όταν το ήκουσεν, είπε προς την γυναίκα του με μορφασμόν περιφρονητικόν: — Είντα όνομά 'νε, αλλαΐσ', αυτονά; Αλλά δεν επέμεινε, μη δίδων προσοχήν εις τόσο μικρά πράγματα. Το βράδυ λοιπόν εκείνο εις την οικίαν του Μουστοβασίλη επεκράτει μεγάλη κίνησις. Όλαι αι συγγενείς του γυναίκες ήσαν εκεί, πηγαινοερχόμεναι ασχολοφανείς, ετοιμάζουσαι το γεύμα του βαπτίσματος.

Η υπηρεσία εγίνετο διά πολλών υπηρετών και προ μεγάλης τραπέζης, εις το άκρον της αιθούσης, εκάθηντο επτά ή οκτώ μουσικοί κρατούντες βιολία, πλαγιαύλους, τρομπόνια και ένα τύμπανον. Εις διαστήματα, κατά το γεύμα, οι άθλιοι αυτοί με εκούραζαν με μίαν ποικιλίαν ήχων, καθ' υπόνοιαν μόνον μουσικών, την οποίαν όλοι εφαίνοντο ότι ησθάνοντο εκτός εμού.

Και τώρα, σκέψου τι αξίζουν οι σκυθρωποί χριστιανοί σου και σύγκρινε! Εάν δεν βλέπης την διαφοράν, τότε ύπαγε να την εύρης! Αλλά το θέαμα τούτο θα σε θεραπεύση, είπεν ο Πετρώνιος, Ευνίκη, θεσπεσία μου, ειπέ να μας ετοιμάσουν το γεύμα και ας μας φέρουν τριαντάφυλλα. Εκείνη ηγέρθη και περιεπάτει εντός της αιθούσης.

Είχεν απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα εις το παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου, και την ώραν του αντιδώρου, η γυνή του Μπούκη του φίλου μου, ακολουθουμένη από την μικράν κόρην της την Αγγελικούλαν, μ' επλησίασεν εις το στασίδι, διά να μου υπομνήση, ως συνήθως, ότι έπρεπε να υπάγω εις το γεύμα. Τραγούδια του Θεού!

Πολλάκις συναθροίζουσα εις πολυτελές συμπόσιον πάντας τους ευπροσώπους αυλικούς της, περιήρχετο μετά το γεύμα τας τάξεις των ρασοφόρων εκείνων Αδωνίδων, ως η σεμνή Αικατερίνη τας των σωματοφυλάκων της, διστάζουσα προς ποίον εξ αυτών ήθελε δώσει το μήλον και πολύ μάλλον τίνι τρόπω ηδύνατο ευσχήμως να το προσφέρη.

Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό την ελαίαν της αμπέλου της, υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον, της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα κλώνια εις το στήθος της. Να φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν και εύοσμον.

Ταύτα εσκεπτόμην χλιαράν τινα εσπέραν της Τεσσαρακοστής, καπνίζων μετά το γεύμα επί του εξώστου, και δίδων άδικον εις τους μεμψίμοιρους εκείνους, τους κηρύττοντας τον κόσμον κακοκαμωμένον διά τον λόγον ότι τα ρόδα έχουσιν ακάνθας.

Τότε εκατέβηκα δρομαίος, και δραμών εις την πολιτείαν, ανήγγειλα εις τον αυθέντην μου το κυνήγιον· εκείνος εις ανταμοιβήν με εφιλοδώρησε με ένα καλόν και πλουσιοπάροχον πρόγευμα και γεύμα παρόμοιον.