United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λαμβάνοντας την άδειαν ο ιατρός ανεχώρησεν εις την κατοικίαν του και εκεί κατεσκεύασεν ένα δακτυλίδι πολυσύνθετον από διάφορα μέταλλα αναλυμένα και καπνισμένα με διάφορα ιατρικά χόρτα, το οποίον μέταλλον είχε την ιδιότητα να ιατρεύη την λέπραν κατεσκευασμένον εις δακτυλίδι διά να το φορή ο λεπρώδης· ομοίως κατεσκεύασε και ένα ραβδί εις σχήμα σκήπτρου από το δένδρον του λιβάνου, του οποίου το χερούλι το περιετύλιξε με μίαν πλάκαν από το άνωθεν μέταλλον.

Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνωεσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών. — Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης. Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής.

Κι όταν πια ετοιμαζότανε να γυρίση στην πολιτεία ο Εύδρομος, κι άλλα όχι λίγα τούδωσε ο Δάφνης, μα κι ακόμη όσα δώρα μπορούσε να του δώση ένας γιδάρης· τυριά καλοπηγμένα· κατσικάκι όψιμο, γιδοτόμαρο λευκό και μαλλιαρό για να το φορή το χειμώνα, όταν τρέχη· κ' εκείνος χαιρότανε κ' εφιλούσε το Δάφνη και τούδινε το λόγο του πως κάτι καλό στον αφέντη θα ειπή γι' αυτόν.

Λοιπόν δεν μου φαίνεται ότι είναι το ίδιον πράγμα η απόκτησις με την κατοχήν. Καθώς παραδείγματος χάριν αν κανείς αγοράση φόρεμα και το έχη εις την κατοχήν του χωρίς να το φορή, δεν ημπορούμεν να ειπούμεν ότι το έχει τόρα μαζί του, αλλά ότι είναι κτήμα του. Θεαίτητος. Πολύ ορθά! Σωκράτης.

Εκύτταξε το ωρολόγιόν του, είδεν ότι ήτο ενδεκάτη παρά τέταρτον, και διέταξε τον πρωτόσχολον να σημάνη την κατ' ενορίας κατάταξιν, όπως ψαλή το σύνηθες άσμα της εξόδου και παύση το πρωινόν μάθημα. Ό,τι καθίστα τον διδάσκαλον δυστυχή, ήτο ο περιορισμός τον οποίον είχεν επιβάλει εις τον εαυτόν του, αφ' ότου ηρραβωνίσθη, να φορή κατά το θέρος το σακκάκι του.

Ίσως ενθυμείτο την προ ολίγων χρόνων τερπνήν και ευάρεστον και ζηλεμμένην θέσιν του, όταν ήτο γαμβρός ωραίος και περιζήτητος, με μακρυά φούντα, με γλυκά μάτια, με φέσι ψηλό, μεγάλο και κατακόκκινο, που να το φορή στραβά ως το αυτί.

Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε τα &Ειρηνικά&. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το &Αναστάσεως ημέρα& και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν του.

Κι ακόμα καθώς είνε άλλες κοντές, κι άλλες κουρελλιασμένες, κι άλλες κατακαίνουργες κι ασπροκεντισμένες και καθώς είνε όλες μαλλιαρές κι άγριες, και περίφημες, και έξοχες, είνε να διασκεδάζη μια χαρά την επαρχιώτικη τεμπελιά του κανένας. Έλα τόρα, μην πάρης το γούστο μου, σαν καμιάς φανταστικής ωραίας του μεσαίωνος που ξετρελλαίνεται με κανένα λαϊκόν ιππότη, που να φορή και καπότα ακόμα!

Εάν δεν του δώσης χρήματα, θα του προσφέρης γεύμα. Και τούτο δωροδοκία δεν είνε; Ή θα του στείλης κατ' οίκον βακαλιάρον και σαρδέλλες και οίνον. Δωροδοκία και τούτο. Εάν δεν σπεύσης εγκαίρως συ, θα σε προλάβη ο αντίπαλός σου, όστις θα φορή τον κόθορνον της φιλανθρωπίας δεξιώτερον. Ιδού πόθεν εγεννήθη η δωροδοκία.

Έλαβε και την μεταξωτήν νυμφικήν στολήν της άμοιρης, και την προσέφερεν όλην εις τον παππα-Μπεφάνην, τον συνήθη ιερουργόν του παρεκκλησίου. Και το μεν κόκκινον εκ μεταξωτής σκέπης υποκάμισον με την τραχηλιάν και τα μανίκια κεντητά εκ χρυσού, το έκαμε στιχάριον, διά να το φορή ο ιερεύς ποδήρες, όταν προσφέρη τας λογικάς θυσίας.