United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνην την φοράν, ο παππα-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς·Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ. — Τι τρέχει παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα. — Θα σου έλθη τ' ασκέρι . . . Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα . . .

Και ιδού η δυστυχεστέρα του βίου στιγμή: Να μακαρίζης το παρελθόν, και να τρέμης δια το μέλλον. Επείνασα τότε και εστάθην εις το άκρον της οδού· και διήλθεν άρχων, ακολουθούμενος από πληθύν οικετών. — Φαίνεσαι ότι πεινάς, μου λέγει ο άρχων. Συ έχεις μικράν κοιλίαν, αλλ' εγώ δεν έχω μικρά νομίσματα δι' αυτήν· έχω μεγάλα. Τρώγεις άλλοτε.

Ηδυνήθησαν να διακρίνωσι τας φλόγας των δάδων, αίτινες ετρεμόσβυνον εις την πνοήν του ανέμου, ο Νίγηρ έκαμε το σημείον του σταυρού και ήρχισε να προσεύχεται. Όταν η πένθιμος πομπή έφθασε μέχρι του ναΐσκου, εσταμάτησεν. Ο Βινίκιος έτρεξεν ακολουθούμενος υπό του Πετρωνίου, του Νίγηρος και των δύο Βρεττανών δούλων με το φορείον.

Τέλος εβυθίσθη εις τα νερά με ένα θλιβερόν πάταγον, ακολουθούμενος από φοβερούς ήχους. Συγχρόνως ήκουσα υπεράνω της κεφαλής μου, σαν ένα θόρυβον θύρας που ανοίγουν γρήγορα διά να την κλείσουν ταχύτερον ακόμη, ενώ αμυδρά ακτίς φωτός διέκοψε τα σκότη και εχάθη αποτόμως. Είδα φανερά ποία ήτο η τύχη που μου επεφυλάσσετο και ηυχαριστήθην διά το απρόοπτον αυτό γεγονός.

Διέρχεται επιστάτης ακολουθούμενος υπό υπηρετών φερόντων σκεύη και φαγητά από της τραπέζης. Μετ' αυτούς ο ΜΑΚΒΕΘ.

Σταθείς παρά τας αψίδας ο Πετρώνιος εζήτησε να του δώσουν ίππον λευκόν, ανήλθεν επ' αυτού και ακολουθούμενος υπό των συντρόφων του διηυθύνθη διά μέσου των βαθέων στοίχων των πραιτωριανών, προς το μαύρον πλήθος, το ωρυόμενον· ήτο άοπλος, έχων μόνον εις χείρας το λεπτόν ελεφάντινον ραβδίον του, το οποίον έφερε συνήθως, και όταν έφθασεν, εισήλθε με τον ίππον του εντός του πλήθους.

Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου. Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν διεκρίνοντο.

Εκεί όπου ίστατο συλλογισμένη, ακούει βήματα όπισθέν της, απ' το μέρος το αντίθετον προς εκείνο εξ ου αυτή ήλθε. Στρέφεται και βλέπει ένα άνθρωπον, ένα βοσκόν. Η Φραγκογιαννού τον ανεγνώρισεν. Ήτο ο καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ήρχετο με πατήματα λοξά, ακολουθούμενος από τον σκύλον του, όστις εγρύλλισεν άμα είδε την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον εμάλωσε. Είδε την Φραγκογιαννού κ' εστάθη.

Με την τρυφερότητα ήτις δεν ηδύνατο ποτε να κωφεύση εις την κραυγήν πενθούντος, ο Ιησούς ηγέρθη παρευθύς από της τραπέζης και απήλθε μετ' αυτού, ακολουθούμενος ου μόνον υπό των μαθητών Του, αλλά και υπό πλήθους πυκνού, το οποίον είχε παραστή εις την σκηνήν. Και καθώς επορεύετο ο λαός εν τη απληστία του συνωθείτο περί Αυτόν.

«Τι πα να πη αυτό; Αυτός ο νάνος δεν συνηθίζει να με υπηρετή για το καλό μου. Αλλά θα την πάθη. Πολύ τρελλός θάταν όποιος θάφηνε να του πιάσουν τ' αχνάρια των βημάτων του». Κατά τα μεσάνυχτα, ο Βασιληάς σηκώθηκε και βγήκε έξω, ακολουθούμενος από τον νάνο καμπούρη. Σκοτάδι ήταν μέσ' το δωμάτιο. Ούτε κερί αναμμένο, ούτε λάμπα. Ο Τριστάνος σηκώθηκε όρθιος στο κρεββάτι του.