United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επείραξεν ο καμαρώτος, απερχόμενος, τον γέρω-Μπούμπαν, συλλογισμένον καθήμενον εκεί, εν τω φαιδρώ κύκλω, αμίλητον, ως μετανοημένον καλόγηρον, γυρισμένον ανάστροφα. — Τον κακό σου, Ζούμπουρα! Εγρύλλισεν ο γέρων ναύτης.

Και διήλθε χωρίς να ίδη τον Θωμάν, όστις καθήμενος παρά την θύραν, ανυπόδητος τον ένα πόδα, κατεγίνετο να εμβαλώση το υπόδημά του. — Ο προκομένος, εγρύλλισεν όταν είδε τον Μανώλην. Μετά τας απειλητικός νουθεσίας των προεστών, ο Μανώλης επί τινα καιρόν εφάνη ως σωφρονισθείς, όχι όμως τόσον εκ φόβου, όσον εξ ανάγκης. Διότι δεν εφοβείτο πλέον.

Εκεί όπου ίστατο συλλογισμένη, ακούει βήματα όπισθέν της, απ' το μέρος το αντίθετον προς εκείνο εξ ου αυτή ήλθε. Στρέφεται και βλέπει ένα άνθρωπον, ένα βοσκόν. Η Φραγκογιαννού τον ανεγνώρισεν. Ήτο ο καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ήρχετο με πατήματα λοξά, ακολουθούμενος από τον σκύλον του, όστις εγρύλλισεν άμα είδε την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον εμάλωσε. Είδε την Φραγκογιαννού κ' εστάθη.