United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφηνεν όμως και την σύζυγόν του να φροντίζη διά τον αποστάτην και επροσποιειτο ότι δεν εγνώριζε και δεν εξήταζε πώς ετρέφετο και πώς ενεδύετο ο Μανώλης. Η Ρηγινιώ δεν έπαυε να νουθετή τον Μανώλην και να προσπαθή να τον συγκινήση διά την Πηγήν. Αλλ' έχανε τα λόγια της. — Αν έρχεσαι να μου μιλής για τη μουστακάτη, έλεγε με θυμόν ο Μανώλης, να μην έρχεσαι.

Έπειτα εμάσησε μίαν λέξιν: «Κόπιασε». Και δεν διέκοψε την εργασίαν του, αλλ' αναστρέψας την κάννην έχυσεν εις τον νεροχύτην το μαύρο απόπλυμα. Αλλ' η Πηγή είχεν εγερθή και προσέφερε κάθισμα εις τον Μανώλην: — Κόπιασε, Μανωλιό ... χαμήλωσε. — Μα λέω να πάω παρακάτω ... είπεν ο Μανώλης, αλλ' αντί να πάη παρακάτω εισήλθε πάρα μέσα και με επίπλαστον απροθυμίαν εκάθησεν.

Ενώ δε διήρχετο υπό το παράθυρον, τον ήκουσε να λέγη προς την Πηγήν. — Άνε σε πιάσω και σέν' απού την πλεξούδα! ... Ο ημίονος του Σαϊτονικολή ήτο τυχερός, διότι είχε λήξει η συνεργασία του με τον Μανώλην, άλλως την ημέραν εκείνην θα διήρχετο τας πλέον δυσαρέστους στιγμάς της ζωής του.

Ο Σαϊτονικολής είπεν εις τον Θωμάν ότι επεθύμει να του ομιλήση ιδιαιτέρως και επροχώρησαν, αφήσαντες ολίγα βήματα οπίσω τον Μανώλην και την Πηγήν. Όταν ούτω ο Μανώλης έμεινε μόνος με την Πηγήν, ευρέθη εις την θέσιν ανθρώπου όστις εγκαταλείπεται αβοήθητος ενώπιον απροόπτου κινδύνου.

Την απώθει και την εκτύπα ο Στρατής, λυσσών εξ οργής, αλλ' αυτή δι' απελπιστικών προσπαθειών προσεκολλάτο επάνω του και τον ημπόδιζε να καταδιώξη τον Μανώλην. Όταν όμως ήκουσε τους προκλητικούς του λόγους, ο Στρατής της έδωκε βιαιότατον τίναγμα και την έστειλε να σωριασθή εις απόστασιν.

Τους φόβους του δ' ενίσχυεν η επιμονή με την οποίαν τον απέφευγε το βλέμμα της νέας, ενώ επανειλημμένως το είδε διευθυνόμενον προς τον Μανώλην.

Διά τούτο ησθάνετο μίσος προς το ακόρεστον δι' αυτήν και τους ιδικούς της στοιχείον, και ωρκίσθη εις τον Χριστόν, τον γείτονά της, το τελευταίον παιδί της εις ο συνεκέντρωσε πλέον όλην την γενεάν της, τον Μανώλην της, να μη το κάμη ναύτην. Αλλ' όσην αποστροφήν ησθάνετο η χήρα η Αλτανού προς την θάλασσαν, τόσην αγάπην και πόθον έτρεφε προς το υγρόν θηρίον ο Μανωλάκης της.

Ανεξήγητος εφαίνετο και εις αυτήν η οργή του αδελφού της και την απέδιδε μάλλον εις την προτίμησίν του διά τον Τερερέν και την απέχθειάν του προς τον Μανώλην. — Για να σου πω, Μανώλη, είπεν ο Στρατής προς τον μέλλοντα γαμβρόν του με τόνον πολύ ολίγον συγγενικόν, όταν απεμακρύνθησαν ολίγα βήματα της οικίας, ήθελα να σου πω να μην ανακατώνης τόνομα τσ' αδερφής μου στσοι καυγάδες και στα σάλια σου.

Απηύθυνε δε προς τον Μανώλην λέξεις τινάς, αλλ' ενώ ελάλει, το τουρλωτόν του φέσι ανηρπάγη υπό κλάδου και έμεινε κρεμάμενον, ως κώδων, επί της οδού. Το θέαμα εφάνη πολύ αστείον εις τον Μανώλην, όστις ήρχισε να γελά.

Ο μάστορας, άνθρωπος εύθυμος, ετραγουδούσε πολλάκις, ενώ έκτιζε, κωμικά άσματα της πατρίδος του· διεσκέδαζε δε ιδίως να σκανδαλίζη τον Μανώλην διά του άσματος εις το οποίον νεαρός ανεψιός χαριεντίζεται με την θείαν του: Πέρα πήαινα στη ρύμη με τη θεια μου την Ερήνη. Σκούντα 'γιώ και σκούντα κείνη, κάνει ο Θιός και πέφτει κείνη. Έδε τόπος και λειβάδι, Αχ! θειά μου να 'σουν άλλη! ...