Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Ο Πορτάρης του Κάστρου ο γείτονάς της, πολλαίς φοραίς το εγλύτωσεν από πνίξιμον. — Πάλε στον γιαλό; πάλε στον γιαλό; Τον έδερνε τον Μανώλην η μητέρα του. Τον έβαλε κατόπιν εις το σχολείον, να μάθη δυο γράμματα.

Μα γιάειντα δεν έρχεσαι; Ο δε Θωμάς εξηκολούθει το ατελείωτον, το απελπιστικόν έργον του και δεν απεμακρύνετο από την θέσιν του σχεδόν παρά μόνον διά να μεταφέρη εις τον ποταμόν τα καλάθια και τα κοφίνια του διά να τα βρέχη. Και ως διά να απελπίση τελείως τον Μανώλην, του ανεκοίνωσε μίαν ημέραν το σχέδιόν του να ιδρύση προ της οικίας του αποσταλακτήριον, διά να κατασκευάζη ρακήν από μούρα.

O Μανώλης εμαρμάρωσεν η δε Πηγή, αφού έρριψε προς μεν τας όρνιθας την υπολειπομένην εις την ποδιάν της κριθήν, προς δε τον Μανώλην το μελαγχολικώτερόν της βλέμμα, εξηφανίσθη. Ο Θωμάς εχαιρέτησε τον Μανώλην με μειδίαμα λύκου και ίσως δεν θα παρέλιπε και την ευκαιρίαν εκείνην διά να του δώση έν από τα συνήθη του μαθήματα, αν ο Μανώλης δεν έσπευδε ν' απομακρυνθή.

Ο θαυμασμός του πρωτομάστορα έδωκεν εις τον Μανώλην το θάρρος να επιχειρήση άλλον διαφορετικόν άθλον. Μίαν ημέραν ιδών τον Τερερέν διερχόμενον είπε προς τον Καρπάθιον: — Μάστορα, να σου πιάσω τον Τερερέ να τόνε ρίξω στον ποταμό, σαν ποντικό; Ο Καρπάθιος τον απέτρεψεν, αλλ' ο Συκολόγος τον ενεθάρρυνε διά νευμάτων. Ο Μανώλης όμως δεν ήθελε παρακίνησιν.

Τα λουλούδια 'νε για τσοι ντεληκανήδες, είπεν ο Σαϊτονικολής μειδιών και ώθησε τον Μανώλην, όστις υψώσας τους βραχίονας, σχεδόν μέχρι του παραθύρου, ήρπασεν εις τον αέρα τα άνθη, κατακόκκινος, αλλά και ευχαριστημένος διά το τόλμημά του. Εις το σπίτι ο Μανώλης έφθασε κατεχόμενος υπό πρωτοφανούς κοπώσεως και ζάλης.

Τα παιδιά, τα οποία κατά το απόγευμα έπαιζαν εις τον δρόμον, ανεφώνησαν μετ' ολίγον: «Ο Πατούχας! ο ΠατούχαςΚαι η χήρα ανασκιρτήσασα, έτρεξεν εις την θύραν και με συγκίνησιν, ήτις την έκαμε να τρέμη σύσσωμος, είδε τον Μανώλην ερχόμενον. Ήτο λερωμένος και παρηλλαγμένος, αλλ' ανδρωδέστερος. Τα μαλλιά του είχαν παραμεγαλώση και η αταξία των έδιδεν εις την μορφήν των κάτι τι το θηριώδες.

Εξελθών δε του κήπου και οχυρωθείς όπισθεν χονδρού κορμού ελαίας εφώναξε προς τον Στρατήν, όστις εξηκολούθει να παλαίη προς την αδελφήν του: — Μόνο 'γειά, μωρέ, και να σε βρω θέλω 'γώ και χώρις τουφέκι! Η Πηγή ανέπτυξεν υπερανθρώπους δυνάμεις διά να συγκρατήση τον αδελφόν της και να δώση καιρόν εις τον Μανώλην ν' απομακρυνθή.

Ο πονηρός Αστρονόμος απέφυγε να σαφηνίση το πράγμα· είπε μόνον: — Δεν αφίνει αυτός το Πηγιό έτσα εύκολα να του το πάρη άλλος. Ό,τι μπορεί θα το κάμη. Ο Μανώλης ενόησε τότε διατί ο πατέρας του και οι άλλοι έλεγαν τον Αστρονόμον «κουζουλόν». Μόνον τρελλός ηδύνατο να πιστεύση ότι ήτο ικανός ο σπασμένος ο Τερερές να δέση τον Μανώλην. Αν τον εύρισκε κοιμισμένον, μπορεί.

Ιδών αυτήν ο Σαϊτονικόλής, μεταξύ άλλων γυναικών, την εχαιρέτησε φαιδρώς μακρόθεν και την ηρώτησε τι ήθελε στην ξένη γειτονιά, διότι το σπίτι της ήτο στην άκρη του χωριού. Και τι μαθαίνει από τη θυγατέρα της το Μαρούλι, που ήτο στη χώρα. Να μη τύχη και την κρατήσουν εκεί μέσα. Δόξα σοι ο Θεός το χωριό είχε γαμπρούς καλλίτερους κιαπό τη χώρα. Και διά νεύματος έδειξε τον Μανώλην, υπομειδιών.

Έπειτα ο Σαϊτονικολής, όστις δεν ηδυνήθη να μη γελάση όταν είδε την σύζυγόν του εγειρομένην επιπόνως, μορφάζουσαν και κρατούσαν έτι την λαβήν του θραυσθέντος δοχείου, επλησίασε προς την μεσόθυραν κεφώναξε προς τον Μανώλην: — Εδαιμονίστηκες, μωρέ; — Με τση δαιμόνους που κάθεσαι και του λες!... είπεν η σύζυγός του.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν