United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, ΚύριεΣαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμαξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Άη-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνιΚάναμε το σταυρό μας.

Είνε σήμερον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, και η πόλις ολόκληρος, μεταμφιεσθείσα σύσσωμος από της χθες εσπέρας . . . καλύπτεται σήμερον διά παχείας χιόνος. Μετημφιέσθη, βλέπεις, η πόλις αντί των κατοίκων της, οι δε κάτοικοί της θρηνούσι και ολοφύρονται και κόπτονται και βλασφημούσι, διότι ο καιρός εχάλασε τας διασκεδάσεις των.

Εις εκάστην πράξιν την οποίαν ήθελε κάμη, σχετιζομένην πως προς την εκκλησίαν, ελάμβανε πρώτον την γνώμην των ιερέων ενήστευε μετ' ακριβείας, τας τετράδας και παρασκευάς, τα τρίμερα, τας δευτέρας, ως αι γραίαι κ' εν γένει ήτο τύπος θεοφοβούμενου χωρικού. Ήδη ακούων τας φοβεράς λέξεις του ιερέως ήρχιζε ν' ανατριχιάζη και να τρέμη σύσσωμος μη υπομένων δε πλέον επήδησεν όρθιος.

Και όλα τα επίλοιπα, τα πάντα όσα πρέπει με του καιρού την αλλαγήν να φυτευθούν εκ νέου, — να ξαναφέρω δηλαδή από την εξορίαν τους φίλους, όσοι έφυγαν τα βρόχια του τυράννου, ή να παιδεύσω τους σκληρούς που είχε όργανά του αυτός ο δήμιος εδώ και η βασίλισσά του, ο δαίμονας ο σύσσωμος εκείνη, η οποία μονάχη της, ως φαίνεται, επήρε την ζωήν της, — αυτά και όσα χρεωστούν εκτός αυτών να γείνουν , κ' έχουν να γείνουν δι' εμού, — με του Θεού την χάριν, 'ς τον τόπον των, 'ς την ώραν των, τα πάντα θα τα πράξω!

Από την ημέρα που με 'δε με το μαλακό, του 'δώκαν οι δαιμόνοι! είπεν η Μαργή, σπογγίζουσα τα δάκρυα με το άκρον της ποδιάς της. Παλλομένη δε σύσσωμος από αγανάκτησιν επρόφερε φοβερά απειλήν: — Ας μου ξαναμιλήση, κιά δε πιάσω πέτρα να του σπάσω την κεφαλή του, να μη με πούνε Μαρία παρά Φατουμέ! Καλό.

Τα παιδιά, τα οποία κατά το απόγευμα έπαιζαν εις τον δρόμον, ανεφώνησαν μετ' ολίγον: «Ο Πατούχας! ο ΠατούχαςΚαι η χήρα ανασκιρτήσασα, έτρεξεν εις την θύραν και με συγκίνησιν, ήτις την έκαμε να τρέμη σύσσωμος, είδε τον Μανώλην ερχόμενον. Ήτο λερωμένος και παρηλλαγμένος, αλλ' ανδρωδέστερος. Τα μαλλιά του είχαν παραμεγαλώση και η αταξία των έδιδεν εις την μορφήν των κάτι τι το θηριώδες.

Κι όποιος κοτάει να σηκώση απάνω του χέρι, με το αίμα του πρέπει να το πλερώνη». Κ' έτσι από εχτρός που ξεκίνησε κατάντησε φίλος και σύμμαχος. Και σαν πέθανε λίγο κατόπι στην Πόλη ο γέρος ο Γότθος, τέτοιες παράταξες του κάμανε, τέτοια μνημεία του στήσανε, που ο στρατός του το καταχάρηκε, κι από τη χαρά του έτρεξε και μπήκε σύσσωμος στο βασιλικό το στρατό.

Οι γυμνοί πόδες της Μάρως, κατέρυθροι και πρησμένοι εκ του ψύχους, συνέτριβον μετά πατάγου ξηρού την κρύσταλλον κ' αιματώνοντο· αι μικραί χείρες της, πρησμέναι και κατέρυθροι και αύται, τεθειμέναι εις το στήθος της αντί να θερμανθούν εκεί, μετέδιδον την ψυχρότητά των, κ' επόνουν ως να ετρυπώντο διά μυρίων βελονών. Ο Γιάννος ηκολούθει τρέμων σύσσωμος.

Έτρεμε δε σύσσωμος και έβλεπε κάτω εις στάσιν καταδίκου. Ο Μανώλης ωπισθοδρόμησεν ολίγον και την παρετήρησε με μάτια διαπλατυσμένα, ως να έβλεπε φάντασμα· και είπε με φωνήν πνιγμένην: -Εσύ 'σαι, μωρή!!.., Εσύ, διάλε τσ' αποθαμένους σου; Η χήρα ύψωσε προς αυτόν μάτια παράφρονος και με φωνήν ικετευτικήν και κλαυθμηράν του είπε: — Ντα δε σ' αρέσω 'γώ, Μανωλιό;