United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κρέων ανακοινώνει εις την Ιοκάστην τας κακάς ενατίον του διαθέσεις του Οιδίποδος. Η Ιοκάστη και ο Χορός ικετεύουν τον Οιδίποδα, όπως μη εκτελέση την απειλήν του και ο Οιδίπους μαλάσσεται. Ο Κρέων αποχωρεί, η δε Ιοκάστη ερωτά τον Οιδίποδα ποία η αιτία του θυμού του. Και ο Οιδίπους διηγείται τα συμβάντα.

Εφυλάττετο καλώς μη εκφέρη ως απειλήν την αποβολήν, όπως θα έπραττε ξένος μη γνωρίζων τα ήθη του τόπου, διότι εγνώριζε κάλλιστα ότι οι μικροί διάβολοι εγέλων με την απειλήν ταύτην, ην ενόμιζον ως ευτυχίαν και ελευθερίαν. Επίσης τους είπεν ότι «όσοι έχουν παπούτσια να τα φορούν εις το εξής, όταν θα πηγαίνουν εις το σχολείον».

Ο Μανώλης εξηγριώθη, και ώρμησε κατά του βουκόλου, αλλά το χαντάκι ανέκοψε την ορμήν του. Ήτο τόσον το πλάτος του, ώστε αν επεχείρει να το υπερπηδήση θα έπιπτεν εις το νερόν, το οποίον είχεν ικανόν βάθος. Παρετήρησε γύρω, αλλά λίθον δεν είδε και μη έχων πέτραν να ρίψη κατά του αυθάδους βουκόλου, του εξετόξευσε μίαν απειλήν: — Καλά, μωρέ, θα σε πιάσω άλλη ώρα να σε μάθω 'γώ ποιος είν' ο Πατούχας!

Η Ζερβούδαινα δεν αντέλεξε πλέον, μολονότι ενδομύχως επέμενεν εις την ιδέαν της. Και ενώ η Μαργή επανελάμβανε την απειλήν της ότι θα συνέτριβε την κεφαλήν του Μανώλη, αν εξηκολούθει να την ενοχλή, η χήρα έλεγε κεπανέλεγε καθ' εαυτήν: — Μα πώς πάει αυτό το πράμμα; Εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; Τωόντι ο Μανώλης δεν ήτο ευχαριστημένος με τα πράγματα όπως τα είχε κανονίση ο πατέρας του.

Μου επροξένει δε φρίκην και μόνον να ακούσω περί εξυβρίσεως παρθένων ή διαφθοράς εφήβων ή απαγωγής γυναικών ή αποστολής δορυφόρων προς σύλληψιν πολίτου ή προς οίαν δήποτε τυραννικήν απειλήν.

Ο Μανώλης τότε έκαμε να ορμήση, αλλά τον συνεκράτησαν οι κτίσται, ο δε Καρπάθιος εφώναξε προς τον Τερερέν: — Άιντε και συ στην καλιώρα, που κάεσαι και συνερίζεσαι! Ο Τερερές όμως εις την νέαν απειλήν του Μανώλη απήντησε διά νέας προκλήσεως, εμμέτρου αυτήν την φοράν: Όντε θωρή κιανείς πολλούς τον αντρειωμένο κάνει, Μα σα μονιάσουνε οι δυο, ρίγος τον ένα πιάνει. Και έπειτα απεμακρύνθη.

Ο δε Μανώλης, όστις εις την φωνήν του πατρός του διέκρινεν απειλήν, απήντησεν εκ της κρύπτης του με παράπονον, ως να ήτο έτοιμος να κλαύση: — Δε θέλω να μου λες τέτοια πράμματα, αλλοιώς ... . Αλλά δεν συνεπλήρωσε την απειλήν, μη τολμών πλέον ούτε να διανοηθή ότι θα επανήρχετο εις τα βουνά διά να εξακολουθήση τον πρότερον βίον.

Διατί τον απέσπασαν από την ευτυχίαν του και τον κατεδίκασαν να κάθεται επί ώρας ακίνητος, υπό την απειλήν των βλοσυρών βλεμμάτων ενός κακού ανθρώπου, μεταξύ τεσσάρων τοίχων; Διά να μάθη γράμματα; Τι να τα κάμη τα γράμματα; Αυτός πάντοτε θα εγίνετο βοσκός και κανείς από τους βοσκούς που εγνώριζε δεν ήτο γραμματισμένος. Είχεν άλλως σχηματίσει πεποίθησιν ότι ήτο αδύνατον να μάθη γράμματα.

Μα πριχού την πάρης να μη μπαίνης στο σπίτι μας ... γιατί μα το Θεό ... Δεν ετελείωσε την απειλήν, αλλά δεν ήτο δύσκολον να την μαντεύση ο Μανώλης και με χειρονομίαν αδιαφορίας μεγαλοπρεπή απήντησε: — Δε θα βάψω μαύρα. Και απεμακρύνθη. — Να σε μάθουν ομπρός εκείνοι που σέχουνε να μιλής κύστερα να μπαίνης στων ανθρώπων τα σπίτια, είπεν ο Στρατής. Μα δε φταίτε σεις παρά ο κουζούλακας ο κύρης μου.

Ούτω δ' εξηγείται η φαινόμενη συχνάκις ασυναρτησία εις τας εκφράσεις των γελωτοποιών του Σαικσπείρου. Ο Ληρ ενθυμείται ίσως ενταύθα την απειλήν της Γονερίλης, «ό,τι ως χάριν σου ζητεί 'μπορεί και να το πάρη». Παραλείπω ενταύθα δύο στίχους υπό του γελωτοποιού λεγομένους. Απελογήθην εις προηγουμένας σημειώσεις διά τας τοιαύτας αποσιωπήσεις.