United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ταύτα ταχέως θα λυθώσι διά της σπάθης μου, την οποίαν και πριν ακόμη φθάσω εις το Ίλιον, δεν θα διστάσω να βάψω εδώ εις το αίμα, εάν τις μου αφαιρέση την κόρην σου. Μένε λοιπόν ήσυχος. Εάν προσέφυγες προς εμέ ως προς θεόν, χωρίς θεός να ήμαι, θα γίνω τοιούτος διά σε. ΧΟΡΟΣ Ωμίλησας, Πηλείδη, επαξίως σου και της σεπτής θαλασσίας θεάς, ήτις σ' εγέννησεν.

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας• «Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, 15 ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν• το κατώφλι τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο• και αν άλλος από ξένα πράγματα λάβη, μη φθονής• είσαι, θαρρώ, πλανήτης, ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις. και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, 20 και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη σου βάψω• και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης αύριον• ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση άλλη φοράτο μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα».

Μα πριχού την πάρης να μη μπαίνης στο σπίτι μας ... γιατί μα το Θεό ... Δεν ετελείωσε την απειλήν, αλλά δεν ήτο δύσκολον να την μαντεύση ο Μανώλης και με χειρονομίαν αδιαφορίας μεγαλοπρεπή απήντησε: — Δε θα βάψω μαύρα. Και απεμακρύνθη. — Να σε μάθουν ομπρός εκείνοι που σέχουνε να μιλής κύστερα να μπαίνης στων ανθρώπων τα σπίτια, είπεν ο Στρατής. Μα δε φταίτε σεις παρά ο κουζούλακας ο κύρης μου.

Τον εργάτη τον έβαψε πράσινον, την κάμαρή μας κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψη και το σκαφίδι. Ήταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο. — Όχι γαλάζιο, λέγει· κάτασπρο είνε ομορφώτερο. — Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα. — Έχειδεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται.

Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.