Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Επλησίασα, έθεσα την χείρα μου επί της κεφαλής του και είπα μίαν ευχήν μεγαλοφώνως. Ότε ετελείωσα, έκαμε τον σταυρόν του και μου εφίλησε την χείρα. Δεν είσαι καλά εδώ, Χρήστε μου τω είπα. Έλα να υπάγωμεν εις του θείου σου. Δεν κατοικεί κανείς εκεί και θα είσαι καλλίτερα και ησυχώτερος. Ακολούθει με. Ηγέρθη εν σιωπή. — Δεν θέλω να με ιδή κανείς, είπεν ησύχως.

Ούτος, ενώ την νύκτα της παραμονής του γάμου είχε κοιμηθή καλά κ' επί πολλάς ώρας, κατόπιν του παροξυσμού όστις του είχεν επέλθει την ημέραν, κ' εφαίνετο ησυχώτερος, την νύκτα την μετά τον γάμον, και κατόπιν της ανακαλύψεως της απουσίας του χρηματοφυλακίου, την διήλθεν άυπνος και με φοβεράς εκρήξεις βηχός.

Νομίζω ότι πολύ προτήτερα από τον Βίσμαρκ εφευρήκα εγώ το «Μακάριοι οι κατέχοντες». Οι αισθηματικοί θεωρούσιν ως ελάττωμα της τοιαύτης κατοχής και εν γένει του γάμου, ότι είνε ο τάφος του έρωτος. Τοιούτον όμως παράπονον δεν ηδυνάμην να έχω εγώ, αφού υπανδρεύθην επίτηδες διά να τον θάψω, από πόθον όχι εκτάκτων απολαύσεων, αλλ' ησυχίας, και κατώρθωνα να είμαι καθ' ημέραν ησυχώτερος.

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας• «Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, 15 ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν• το κατώφλι τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο• και αν άλλος από ξένα πράγματα λάβη, μη φθονής• είσαι, θαρρώ, πλανήτης, ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις. και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, 20 και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη σου βάψω• και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης αύριον• ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση άλλη φοράτο μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα».

Ησυχώτερος ήδη εκάθισε πάλιν ενώπιον του γραφείου του. Αλλ' εκ νέου μεταξύ του γραφείου και των οφθαλμών του ήρχισαν να πλανώνται σκηναί και μορφαί ουδεμίαν σχέσιν έχουσαι προς την αυρινήν παράδοσιν. Εννοήσας ότι αδύνατον να εργασθή σπουδαίως, ο καθηγητής έκρινε φρονιμώτερον να πλαγιάση και να κοιμηθή.

Τόρα δε είναι καιρός να φεύγω, συ δε περί τούτων, περί των οποίων συ ο ίδιος έχεις πεισθή, πείθε και τον φίλον σου αυτόν τον Άνυτον διά να είναι ησυχώτερος, διότι αν τον πείσης, θα ωφελήσης και τους Αθηναίους.

Τι καλός που είσαι! είπεν εκείνη. Εκείνος επήρε βιβλίον και εκάθησεν απέναντί της. Βυθισμένος εις την ανάγνωσιν, δεν παρετήρησεν ότι η σύζυγος είχεν αποκοιμηθή. Αίφνης ήκουσε ψιθυρισμόν: — «Φύγε, φύγεΠαρετήρησε την σύζυγον, ης τα χείλη εκινούντο ηρέμα. Ανησύχησε και απέθεσε το βιβλίον. Αλλ' ο ύπνος της νεαράς γυναικός μετ' ολίγον εγένετο ησυχώτερος.

Αλλ' εγώ ήμην ήδη πολύ ησυχώτερος βλέπων τους ευνοουμένους να διαδέχωνται αλλήλους ως φαντάσματα μυθικής λυχνίας. Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν' αγαπήση κανένα η επιχειρούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν