United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πώς δύναταί τις να γείνη ανήρ χωρίς ν' αγαπήση δεκάκις τουλάχιστον και δεκάκις ν' απατηθή; Τώρα η Πολύμνια απέθανεν ή υπανδρεύθη; Αγνοώ· ίσως και συ επίσης. Και ο Χριστοδουλής; Έγινε ναυτικός περίφημος, αλλ' από ετών δεν ήκουσέ τις περί αυτού. Ίσως να επήγεν εις την Αμερικήν καθώς τόσοι άλλοι. Και συ; Φιλοσοφείς, ως εγώ, και ουδέν πράττεις.

Ω σεβάσμιε πάτερ, του λέγει η βασιλοπούλα, τούτη η ομιλία με κάμνει εκστατικήν· ένα νέο βασιλόπουλο, που ποτέ δεν με είδε, πώς είναι δυνατόν να με αγαπήση τόσον; Εγώ θέλω σου το ειπεί, απεκρίθη ο Δερβύσης με τι τρόπον εσυνέβη αυτό, επειδή και ο Καισάγιας μου εφανέρωσε καταλεπτώς τα πάντα, με όλες τες περίστασες επάνω εις αυτό το πράγμα.

Μα παρακαλώ σε, στοχάσου, αν ημπορώ εγώ να προστάξω, ή να βιάσω την καρδίαν μου να κλίνη προς του λόγου σου διά να σε αγαπήση. Αχ ωραία Κατηγέ, την αντέκοψεν ο γέρων· είνε ετούτη όλη η χαρά που δίνεις; αυτή πληγώνει περισσότερον την δυστυχίαν μου, παρά να την ελαφρύνη.

Δική μου και κανενός άλλου, θα το μάθη. Δεν αγάπησε, όποιος για πάντα δεν αγαπά. Εσένα μόνη, τάκουσες, Λέλα; τακούς! Γίνεται τουλάχιστο να μη με λυπηθή; Να με λυπηθή; Όχι. Να μ' αγαπήση. Σα φωτιά τριγύρω της ανέβαινε η αγάπη η δική μου. Έπρεπε να την κάψη.

Η γιαγιά μου έλεγεν, ότι όποιος αγαπήση αληθινά την δουλειά, με σταυρωμένα χέρια δεν ειμπορεί πεια να μείνη... Περίεργον! Όλοι εστέκοντο εκστατικοί και έβλεπαν την μικράν κόρην· είχεν αρχίσει με δισταγμόν σιγά-σιγά και τώρα η σαΐτα έτρεχετα χέρια της σαν να ήτο χρόνια η μικρά συνηθισμένη να υφαίνη! Τα τρία δάκτυλα πανί γρήγορα έγιναν τακτικά και νοικοκυρευμένα.

Αλλ' αν θέλης την αλήθεια, Ιόεσσα, εσύ τον έκαμες έτσι, που τον αγαπούσες υπερβολικά και του το φανέρωνες. Δεν έπρεπε να του δείχνης τόση αγάπη, διότι οι άνδρες όταν το καταλάβουν το παίρνουν απάνω τους. Παύσε να κλαις και αν θέλης να μ' ακούσης, κλείσε του μια ή δυο φορές την πόρτα όταν έλθη• και θα δης ότι η αγάπη του θ' ανάψη πάλιν και θα σ' αγαπήση όπως τον αγαπάς.

Ψεύτικος κόσμος, π' ανάθεμά τον! είπε ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης ο μαραγκός. — Ό,τι φάη κι' ό,τι πιή κανένας... αναστέναξε ο Θανάσης ο Βιόλας ο παπλωματάς, σκύβοντας τολοστρόγγυλο κεφάλι του απάνω στην ολοστρόγγυλλη κοιλιά του. — Κι' ό,τι αγαπήση! είπε με ψιλή φωνούλα ο Μαθιός ο γυρολόγος, τραγουδιστής με τόνομα και μερακλής ακουσμένος.

Κύτταξε να ιδής πού είνε, ποίος είνε μαζί του και τι κάμνει. — Να μη φανή ότι σε έστειλα. — Αν μεν είνε μελαγχολικός, ειπέ εις αυτόν ότι χορεύω, αν δε εύθυμος, ότι αιφνιδίως ησθένησα. Ύπαγε και επάνελθε ταχέως. ΧΑΡΜΙΟΝ. Νομίζω κυρία ότι αν τον αγαπάς πολύ, δεν ηξεύρεις τον τρόπον να τον αναγκάσης να σε αγαπήση και αυτός πολύ. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι εξ όσων έπρεπε να κάμω δεν κάμνω;

Πρώτα πρώτα, πώς έβαλε τέτοιο πράμα με το νου του; Τι; γιατί δίνει στην Ελένη μαθήματα μουσική, πρέπει να πάη να την αγαπήση; Ποιος καφκιέται μπροστά μου για αγάπη; Εγώ τον έφερα στο σπίτι. Εγώ να του δώσω δρόμο. Αμέσως να πάρη άλλο δάσκαλο η Ελένη, να μην είναι, να μην είναι πάντα στο μάθημα η Λέλα. Να φύγη αφτός, να ξεπαστρεφτή, να μη φανή πια. Να χαρούμε την αγάπη στα γεμάτα.

Και διατί έχει προς εσάς μίαν μεγάλην αγάπην η καρδία μου, μας είπεν αυτός τότε, μου κακοφαίνεται που ο εξορκισμός που έκαμα, έγινε πολλά δυνατός· και είνε αδύνατον πλέον διά το παρόν να σας κάμω να ξαναλάβετε την πρώτην σας μορφήν και αξίαν και άλλο δεν ημπορώ να κάμω παρά να σας γλυκάνω καμπόσον την τιμωρίαν σας· εσείς θέλετε ξαναλάβει την φυσικήν σας μορφήν και όλα σας τα προτερήματα, που έχετε, οπόταν καθένας από εσάς ήθελεν εύρη από μίαν κόρην ωραίαν, ολιγώτερον από είκοσι χρονών, διά να την καταπείση να σας αγαπήση.