Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Έπιναν, καθισμένοι στο ήσυχο δωμάτιο του ισογείου, με τα πόδια σταυρωμένα και τον αγκώνα στην άκρη του τραπεζιού. Και οι δυο, ο χοντρός και ο λεπτός, έμοιαζαν ικανοποιημένοι από τη ζωή. «Πιες, πιες!», είπαν και οι δυο προσφέροντας στον Τζατσίντο το κρασί τους, αλλά εκείνος αποποιήθηκε και τα δυο ποτήρια. «Άρρωστος είσαι; Γιατί δεν πίνεις;» «Άρρωστος είμαι, ναι»

Ο υποναύκληρος με άλλους δύο, εμπάλωναν στην πλώρη ένα πανί· και οι λοιποί ορθοστεκάμενοι με τα χέρια σταυρωμένα, την πίπα στο στόμα εσήκωναν τα μάτια στα πανιά με απελπιστικήν αγωνία.

Τα παιδιά βλαστημούσαν η γυναίκα χτυπούσε με τα χέρια της το κεφάλι της, τα κορίτσια έκλαιαν. Δεξιά, αριστερά, πέρα, η ίδια θλίψη, ο ίδιος πόνος, η ίδια κατάρα. Ο νοικοκύρης κίτρινος, κίτρινος, με σκυμμένο κεφάλι, και τα χέρια σταυρωμένα πίσω, κοίταζε μ' ανοιχτά μάτια, χωρίς να βλέπη. Είταν σαν τρελλός.

Γιατί η φωνή της είχε κάτι που με γέμιζε μ' ένα προαίστημα, που δεν ήθελα να το αφήσω να μου ανεβή στο νου σα στοχασμός. Έστρηψε σε μένα με σταυρωμένα χέρια και φώναξε σχεδόν: — Δεν το πιστεύω ναπαιτής να ζήσω δίχως το Σβεν. Δεν το μπορώ, δεν το μπορώ. Αυτό είταν το προαίστημά μου, που αυτή του έδωσε έκφραση με λόγια. Κ' έστεκα εκεί, χωρίς να ξέρω τι να κάμω, χωρίς να μπορώ να προφέρω λέξη.

Στη θέα του, οι εκατό ιππότες σηκώθηκαν όλοι μαζύ, τον εχαιρέτισαν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, και οι Ιρλανδοί είδαν ότι ήτανε ο αρχηγός τους. Πολλοί τον ανεγνώρισαν όμως τότε, και μεγάλη κραυγή σηκώθηκε απ' όλες της μεριές: — Είναι ο Τριστάνος του Λοοννουά, ο φονηάς του Μόρχολτ! Γυμνά λάμψανε τα σπαθιά, και μανιασμένες φωνές επανελάμβαναν: — Θάνατος! Θάνατος!

Το γέλοιο της αντηχούσε ακόμη όταν μπήκε στην εκκλησιά. Όταν την άκουσε να γελάη, ο λεπρός έφυγε. Η Βασίλισσα έκανε μερικά βήματα μέσ' το ναό. Έπειτα λύθηκε όλο το κορμί της, κ' έπεσε στα γόνατα, με το πρόσωπο χάμω, και τα χέρια σταυρωμένα. Την ίδια μέρα, ο Τριστάνος αποχαιρέτησε τον Ντινάς, σε τέτοιο χάλι που φαινότανε σα να τα είχε χαμένα, και το καράβι του αρμένισε για τη Βρεττάνη. Αλλοίμονο!

Εάν μου κάμης αυτό το καλό, είπεν επί τέλους, θα γενώ σκλάβα σου, να σκουπίζω το κατώφλιον του σπιτιού σου με τας βλεφαρίδας των οφθαλμών μου! — Είτα ήρχισε να διηγήται: Ήταν πριν γενή το μονοπωλείον του καπνού στην Πόλι. Ο Κιαμήλης μου δεν ήτον παιδί για να γένη σ ο φ τ ά ς και να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, καθώς τον βλέπεις τώρα.

Η κόρη σου είναι εδώ κοντά. Θα τη φωνάξω.. . Άφισέ με να φωνάξω . .. Όχι. Δε θα τη φωνάξης. Δε θέλω. Όλα είναι μάταια. Εγώ πεθαίνω ευχαριστημένος. Αχ! Αυτό το γέλιο! Άφισέ με νακούσω! Πνίγομαι γιατρέ, πνίγομαι . .. Μα όχι! δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι. Άφισέ με. Δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι με σταυρωμένα τα χέρια . . . Θα φωνάξω την κόρη σου. Άφισέ με νακούσω. Αχ! αυτή η μουσική τι καλό που μου κάνει.

Αλλά πρόσεχε ολίγον, Δεληγιάννη, πριν προφθάσης Να ειπής στους διπλωμάτας της Ελλάδος τας προτάσεις, Μήπως έξαφνα την πόρτα με αγένειαν σου κλείσουν Και απ' έξω με τα χέρια σταυρωμένα σε αφήσουν. Αι! μα τότε εις την πόρτα δώσε μια κλωτσιά γερή, Κι' έμπα δείξε τους πως είνε και το χέρι σου βαρύ. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ενώπιον τον Συνεδρίου.

Μπαίνοντας στον περίβολο είδε ξανά τη συνηθισμένη σκηνή: οι κυράδες του κάθονταν στο παγκάκι με τα χέρια σταυρωμένα, η Καλίνα έγνεθε, με τα πόδια γυμνά μέσα στα πέδιλα∙ μέσα στις καλύβες οι γυναίκες καθισμένες καταγής έπιναν τον καφέ, κουνούσαν τα μωρά και πάνω στο μπαλκόνι, με φόντο τον ουρανό που χρύσιζε, η μαύρη φιγούρα του παπα Πασκάλε χαιρετούσε με το τιρκουάζ μαντήλι του. «Διασκεδάζετε;», ρώτησε ο Έφις ακουμπώντας το δισάκι κοντά στα πόδια των κυράδων του. «Κι εκείνος;» «Συνέχεια χορεύουμε», είπε η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρουθ σηκώθηκε για να τακτοποιήσει τα πράγματα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν