United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και με όλον που ήταν μπουλωμένη επαρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς μου φανερώς την ωραιότητά της από την νοστιμάδα του κορμιού της, και από το μεγαλοπρεπέστατον φέρσιμόν της. Εστάθηκα διά να την καλοκυττάξω, και ο στοχασμός μου ξανοίγοντας νέες νοστιμάδες προς αυτήν, ω ωραιότατον υποκείμενον που βλέπω, εφώναξα από καρδίας· ετούτη είνε χωρίς άλλο η αγαπημένη του βασιλέως.

Σαν όρνιο στα σπλάχνα του νυχωμένο τον κρυφότρωγε ο στοχασμός πως του την κλέψανε μια για πάντα την τιμή της περήφανης φαμελιάς του, την τιμή που με το αίμα της καρδιάς τους την είχανε θεμελιωμένη γονιοί και προπάπποι, και να βρεθή τώρα, λέει, ένας άνομος και να γίνη αφορμή να πέση ολόσωμη θρούβαλα!

Γιατί η φωνή της είχε κάτι που με γέμιζε μ' ένα προαίστημα, που δεν ήθελα να το αφήσω να μου ανεβή στο νου σα στοχασμός. Έστρηψε σε μένα με σταυρωμένα χέρια και φώναξε σχεδόν: — Δεν το πιστεύω ναπαιτής να ζήσω δίχως το Σβεν. Δεν το μπορώ, δεν το μπορώ. Αυτό είταν το προαίστημά μου, που αυτή του έδωσε έκφραση με λόγια. Κ' έστεκα εκεί, χωρίς να ξέρω τι να κάμω, χωρίς να μπορώ να προφέρω λέξη.

Εισελθών δε διηγήθη εις την γυναίκα του όλα όσα τω είχεν ειπεί ο Αστυάγης. «Τώρα, ηρώτησεν εκείνη, ποίος είναι ο στοχασμός σου; τι σκοπεύεις να πράξης;» Ο δε απεκρίθη· «Όχι εκείνο το οποίον με διέταξεν ο Αστυάγης· έστω και αν παραφρονήση ή εκμανή περισσότερον, εγώ δεν θα συμμερισθώ την γνώμην του ούτε θα τον υπηρετήσω εις τοιούτον φόνον.

Ως τόσον εις το αναμεταξύ αυτού του καιρού, έφαγα όλην μου την ζωοτροφίαν που είχα, και καθώς δεν είχα κανένα δηνάρι, έτσι ο προφήτης δεν ήξευρε πως να προμηθευθή από ζωοτροφίαν. Και εκεί που εστοχαζόμουν, μου έρχεται ένας στοχασμός.

Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με θα δείξω• ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου• αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. 30 και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν, ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν, και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται. το θάρρος έχουντα γοργά καράβια τους και σχίζουν τα πέλαγα, ως εχάρισεαυτούς ο κοσμοσείστης. 35 και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται».

Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325 «Ωιμέν' αυτός ο στοχασμόςτον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε; ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέληςτο πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων, 'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330 αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις, και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει• εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια. αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335 συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη. και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα, και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».

Ο στοχασμός καταργείται, δε χρειάζεται. Η λογική αναποδογυρίζεται, είναι περιττή. Ο συλλογισμός είναι σειρά φράσες που περπατούν κοντά και καταπόδι, σαν κανένα καραβάνι καμήλες στην έρημο, η μια κατόπι από την άλλη, και τις σέρνει, ποιος φαντάζεστε; Ένας γάιδαρος! Η έρημο είναι το μυαλό μας. Ο γάιδαρος η λογική μας.

Του βασιλέως άρεσεν αυτός ο στοχασμός του βεζύρη του και ευθύς έστειλε μεντζίλι διά να δώσουν την είδησιν του Καλίφη διά τον θάνατον του Αμπτούλ·

Θυμούμαι πως εκείνες τις μέρες η Έλσα τραγουδούσε, τραγουδούσε όπως δεν είχε τραγουδήσει ποτέ για κανέναν άλλον εξόν από μένα. Και γω καθόμουνα κι άφινα την ψυχή μου να τη χαδεύουν οι τόνοι, ενώ μέσα μου με βασάνιζε ο στοχασμός, πώς είτανε δυνατό ποτέ να χωρέση αναμεταξύ μας δυσαρέσκεια. Πώς περνούσαν οι μέρες δεν το ξέρω.