United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αισιόδοξη, πιστεύει προς στιγμή πως θα μπορούσε να τα βολέψη με τη μητέρα Μεμιδώφ και να γιομίση με την αρμονία της το σπίτι του άντρα της· και δεν κάνει τίποτ' άλλο παρά να ξαπολύση ίσα καταπάνου της όλες τις δύναμες της ξιπασμένης και πανούργας φαμελιάς.

Τότε ο βεζύρης κράζει τον ψαράν κατά μέρος, και του εμέτρησε πεντακόσια χρυσά φλωρία. Εις τον ψαράν, που ποτέ του δεν είχεν ιδεί τόσην ποσότητα εις την εξουσίαν του, το πράγμα εφαίνετο όνειρον αλλ' εβεβαιώθη μετέπειτα, όταν εξωδίαζε με ελευθερίαν διά τας ανάγκας της φαμελιάς του. Αφίνοντας εδώ τον ψαράν θέλω αφηγηθή το τι συνέβη εις τον αρχιμάγειρον εκείνου του βασιλέως.

Ο Θεός το έδωσε κι ό, τι δίνει ο θεός, καλό καμωμένο. Η ζωή θέλει κουράγιο, αυτή η πολυβασανισμένη ζωή. Και γυρίζει άξαφνα με την τρεμάμενη φωνή του μέσα στην κλάψα και στον πόνο της φαμελιάς του και λέει χαμογελώντας πικρά: — Ε! κουράγιο, βρε παιδιά, κουράγιο. Μη σας πήρε όλους η λιγοψυχιά. Έχει ο Θεός και για μας τους φτωχούς!...

Σαν όρνιο στα σπλάχνα του νυχωμένο τον κρυφότρωγε ο στοχασμός πως του την κλέψανε μια για πάντα την τιμή της περήφανης φαμελιάς του, την τιμή που με το αίμα της καρδιάς τους την είχανε θεμελιωμένη γονιοί και προπάπποι, και να βρεθή τώρα, λέει, ένας άνομος και να γίνη αφορμή να πέση ολόσωμη θρούβαλα!

Πες μου όμως, τώρα που έφυγε η κοπέλλα σου, και τη βλέπεις από μακριά κι ακόμα χαμογελάς, πες μου για το χατίρι του φίλου μου από δω που ήρθε μαζί μου να δη την Πόλη, — πως τα περνάς; Το πιστεύεις τάχατες ακόμα πως σώνει να φυλάγης τόνομα της Φαναριώτικης φαμελιάς σου, και δεν πειράζει να του κολνάς και μια μπέηκη ουρίτσα από πίσω; Πες μου, τι λογής καταφέρνεις εσύ να κρατάς δυο ενάντια πράματα μέσα στην αλαφρή σου καρδούλα; Πες μας, να χαρής τα μαύρα σου μάτια, πότε είσαι Ρωμιός, και πότε Τούρκος; Σα σε στέλνουνε στην Ευρώπη, και κορδώνεσαι μέσα σε ξένα παλάτια, κ' οι ξένοι σε καλοκοιτάζουνε να δουν τι λογής όψη την έχουν οι Τούρκοι, σαν τι φείδι να σε τρώη από μέσα; Ή να το χαίρεσαι τάχα; Να με συμπαθήσης, που θάρρεψα πως μπορεί να το μισοντρέπεσαι.

Ποιος τους τρελλάθηκε να τον καταδώση! Μια ώρα να γυρίση μεσημέρι, κατέβαινε το λείψανο, τα ξεφτέρια πρώτα πρώτα, έπειτα ο Πάτερ Χαράλαμπος ψέλνοντας με το θυμιατά στο χέρι, κατόπι το ξυλοκρέββατο σηκωμένο από τέσσερες πανώριους λεβέντηδες, έπειτα οι γυναίκες της φαμελιάς, κι ανάμεσα τους μαυροφόρα η απαρηγόρητη η Βασιλικήπου σαν πλερωμένη μοιρολογούσε — η κερά Φρόσω σκυφτή κι ανομίλητη, οι αδερφάδες του μακαρίτη σπαραγμένες και κείνες, κι άλλες πολλές.