United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπορούν όμως μια εκατοστή αθρώποι, εκεί που είναι χιλιάδες και χιλιάδες άλλοι, να πιστεύουν και να πουν που τη φρόνηση μόνοι τους εκείνοι την έχουν; Ξεχνούν το ρητό· Vox populi. Vox Dei. Ξεχνούν που ο Χριστός ύψωνε τους φτωχούς, και που μιλούσε τη γλώσσα τους.

Ο Θεός το έδωσε κι ό, τι δίνει ο θεός, καλό καμωμένο. Η ζωή θέλει κουράγιο, αυτή η πολυβασανισμένη ζωή. Και γυρίζει άξαφνα με την τρεμάμενη φωνή του μέσα στην κλάψα και στον πόνο της φαμελιάς του και λέει χαμογελώντας πικρά: — Ε! κουράγιο, βρε παιδιά, κουράγιο. Μη σας πήρε όλους η λιγοψυχιά. Έχει ο Θεός και για μας τους φτωχούς!...

Έφυγε από το Κάρχαιξ χωρίς να ειδοποιήση κανένα, ούτε τους συγγενείς, ούτε τους φίλους, και μάλιστα ούτε τον Καερδέν, τον αγαπημένο του σύντροφο. Έφυγε άθλια ντυμένος, με τα πόδια, — γιατί κανείς δε δίνει προσοχή στους φτωχούς Τρουάνδους που πλανιώνται στους μεγάλους δρόμους. Βάδισε, βάδισε, ως που έφθασε στην ακτή της θάλασσας. Στο λιμάνι, ένα μεγάλο εμπορικό καράβι ήταν έτοιμο να ξεκινήση.

Την ήθελε όμως την ισότητα όχι πολιτική, παρά μονάχα κοινωνική· βάση της θεωρίας του είτανε να δίνουν οι πλούσιοι στους φτωχούς ένα μέρος. Από τα φυλλοκάρδια του έβγαιναν αυτές οι ιδέες, κι ως τόσο τις έκαμαν κι αυτές αφορμή να τονέ χαντακώσουν.

Όσον αναλύει κανείς τους ανθρώπους, τόσο και λείπουν οι λόγοι της αναλύσεως· αργά ή γρήγορα φθάνει κανείς στο φοβερό εκείνο παγκόσμιο πράμα που λέγεται ανθρώπινη φύση. Η αλήθεια, καθώς το ξέρει καλά όποιος εργάσθηκε ανάμεσα στους φτωχούς, η αδελφωσύνη των ανθρώπων δεν είναι απλώς ποιητικόν όνειρο, μα μια παραπολύ απογοητευτική και ταπεινωτική πραγματικότης.

Κι' ως τόσο άγριος γένεται, κι' ως τόσο φοβερίζει, Που του οχτρού το στράτεμα ολόκληρο απελπίζει· 560 Και δίχως άλλο ημπόρηγε το λόγο να τελιόση· Τι είχε καρδιά και δύναμι να τ' αποκατορθώση· Αν ο πατέρας των θεών και των θνητών ανθρώπων Του Κρόνου ο υγιός δεν πρόφταινε, δεν έκανε τον τρόπον Τους Μπακακάδες τους φτωχούς για τότε να 'λεήση· 565 Στους αποδέλοιπους Θεούς παρόμια να μιλήση· Διό τρεις φοραίς ταράζοντας το θεϊκό κεφάλι, Τα βλέμματα γυρίζοντας σε μια μεριά και σ' άλλη.

Για αυτό πολλά εχούμενα σπίτια, φκιάνουν κοντά στα δικά τους για τους πεθαμένους τους κι’ ένα σκουτελλάκι για τους φτωχούς τους πεθαμένους κι’ εκείνους, που δεν έχουν δικούς στον κόσμο. Τα δημοτικά τραγούδια είναι γεμάτα από τα όνομα του βοτανιού της αγάπης.

Δεν εγύρισεν η «Παντάνασα» δεν εγύρισε κ' εκείνος ποτέ στο Γαλαξείδι. Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο ευεργέτημα. Άγνωστος και αδοξολόγητος όπως γίνεται και στους φτωχούς αγίους. Παντού η τύχη π' ανάθεμα την! παντού η τύχη! Μα εγώ αν ήξευρα τ' όνομά του θ' άναβα περισσότερα κεριά απ' όσα ανάβω κάθε χρόνο στην εικόνα του Αγίου Νικόλα.

Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.

Και μίαν ημέραν ηκούσθη να του λέγη: — Λιμοκοντόρος μας γίνηκες και συ και δεν χωνεύεις τους φτωχούς ανθρώπους; Να, για να πάρης γάντια! Να, για ν' αγοράσης λουστρίνια!... Παλιόσκυλο, δεν βλέπεις τα χάλια σου, που δεν έχεις βρακί να φορέσης, μόνο μας κάνεις τον τρανό και συ!