Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Πιο πολύ ο νους μας σκοτινιάζει, πιο βαρύ το έγκλημα γεννάται, πιο πολύ ο χάρος μάς τρομάζει, πιο πολύ ο άρρωστος φοβάται. Μα κι' οι τάφοι μένουν αδειανοί, κάθε μακαρίτης έξω βγαίνει.. άμα κοιμηθούν οι ζωντανοί, τότε εξυπνούν οι πεθαμμένοι. Σιωπή και φρίκη βασιλεύει! τώρα κλαιν τους άνδρας των η χήραις, κάθε λωποδύτης τώρα κλέβει, τώρα ρουχαλίζουν κι' οι κλητήρες.

Μόνον οι Μούσες φέρνουνε τη δόξα στους ανθρώπους, και τα πολλά τα χρήματα, που οι πεθαμμένοι αφήνουν, τα τρώνε και τα χαίρονται όσοι απομένουν πίσω. Μ' αν θέλης το φιλάργυρο να τόνε μεταλλάξης είνε σαν να σου πέρασε να πας στο περιγιάλι και να μετράς τα κύματα που στέλνει εκεί ο αγέρας, ή σαν να θες με το νερό ν' ασπρίση η μαύρη πέτρα.

Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.

Όσο μ' ευφραίνουν γίδες τόσο και συ μ' ελύπησες που σβήστηκες κ' εχάθης. Μοίρα σκληρή που μούλαχεν! Αλλοίμονο σε μένα! ΚΟΡΥΔΩΝ Θάρρος χρειάζεται η ζωή κι όλα καλλιτερεύουν Οι ελπίδες για τους ζωντανούς και μόνο οι πεθαμμένοι τίποτα δεν προσμένουνε, τίποτα δεν ελπίζουν. Άλλοτε βρέχει ο ουρανός κι άλλοτε ξαστερώνει. ΒΑΤΤΟΣ Ας έχω θάρρος.

— Κ' εμείς, πατέρα μου, οι φτωχοί, θάμεθα πεθαμμένοι;... — Θα να χτιστή με κόκκαλα το μακρυνό γεφύρι. Μην ήσαι, Διάκε, αχόρταγος. Κύτταξ' εκεί ποιος άλλος Με το κορμί τα θέμελα θα να στοιχειώση τώρα. Θανάση μου! Γονάτισε ... κρεμούν τον Πατριάρχη. Εγονατίσανε βουβοί. Κ' ευθύςτην έρμη χώρα Έβρεξε φως από ψηλά και τήνε πλημμυρίζει.

Όσο πιο κακογραμμένα είναι, όσο λιγώτερη τέχνη μας φανερώνουν τα ιστορικά μνημεία, τόσο θέλουν πιώτερη προσοχή από μέρος μας και πιώτερο σέβας. Σε κάθε γλώσσα τα κείμενα είναι τα πρώτα θεμέλια της επιστήμης. Εκεί βλέπουμε πώς μορφώνουνται, πώς χάνουνται και πώς γίνουνται γλώσσες. Καταλαβαίνουμε τον τρόπο που ζούσαν, που συλλογιούνταν και που μιλούσαν οι πεθαμμένοι.

Θανάση μου, ενικήσαμε!... το ψυχομάχημά του Μεταλαβή κι' αντίδωρο... — Πατέρα, δε θα νάρθη Για μας, που προοιμίζομε, Δευτέρα Παρουσίααυτήν την ακροπελαγιά;... Αυτό το έρμο χώμα Δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμμένοι; — Πίστευε, Διάκε, 'ς του θεού την παντοδυναμία. — Θα σούναι πάντατο πλευρό μ' εμέ κι' ο Πατριάρχης. Απλόνουν πάλαι τα φτερά.

Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν