United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όμως όλοι το τρώνε τριγύρω κι από μένα κρυφό το κρατούν· με κοιτούν όπου κάμω όπου γύρω, αν πεινώ κι εγώ λες και ρωτούν· και καθένας ωστόσο το ξέρει πως εγώ δεν απλώνω το χέρι. Πως το ξένο ψωμί δε γυρεύω, λεημοσύνη δε θέλω να βρω κι ό τι οι άλλοι κερδίσαν δεν κλέβω· το δικό μου ψωμί λαχταρώ, το ψωμί το γλυκό που χορταίνει, που μονάχος κάνεις το κερδαίνει.

Αυταίς η διαβολοκαλόγρηαις, η ψεύτραις, η παληοβρώμες.... — Γαυ! Γαυ! — Αυταίς η υποκρίτριαις, η άνοσταις.... — Γαυ! — Θα μας αφήσουν να ψοφήσωμε της πείνας και οι δυο. — Γαυ! Γωύ! — Αταίς τους ξέρουν να τρώνε, και έχουν πολλά για να φάνε, που να βγάλουν τη φάγουσα. Ο κύων έσεισε την ουράν. — Για μένα και για σένα είνε η νηστεία. Ο κύων κατεβίβασε τα ώτα.

Πήγε τότες κ' η δύστυχη η Νίσιβη, που στέκουνταν προπύργιο κάθε φορά που πλάκωναν Ασιανοί προς τα δυτικά. Και δεν τούμεινε πια θάρρος μήτε να νοιαστή για την πόρεψη του στρατού του, μόνε τους άφησε απρομήθευτους, και καταντήσανε για είκοσι λίτρες θροφή να πλερώνουνε δέκα χρυσά νομίσματα, κ' ύστερα να σφάζουν και τάλογά τους και να τα τρώνε.

Και χωρίς να κοιτάξη καλά καλά την περιέργεια, τη βουβαμάρα των στρατιωτών μέσα στο αποκοιμιστικό τραγούδι της φωτιάς, άρχισε να μολογάη την ιστορία του ο λοχίας ο Κώστας Μόσχος, σα να κουβέντιαζε αδελφικά με κάνα παλιό σύντροφό του, ενώ άρχιζαν να τρώνε: — Οχτώ τ' Μαϊού στα γδόντα έξ. Η άνοιξη μας βρήκε αγνάντια από τον Έλυμπο κοντά στην Καρυά, στο σταθμό στο Γουδαμάνι τ' Νεζερού.

— ... Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο ΓεροΤρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του...»

Αυτός τα ήκουσε με μεγάλη απάθεια, είπε πως δε φταίει καθόλου κ' επρόσθεσε δείχνοντας τον γαμπρό που τον είχανε σηκώση. — Όποιος ανακατεύεται με τα πίτερα, τον τρώνε η όρνιθες. Ο Μαρούπας εφώναζε κι' αυτός πως δεν είνε πράματ' αυτά να μπένουνε με το ζόρι στα σπίτια και να μποδίζουνε τσοι γάμοι.

Μερικές φορές μοιάζουν με στοιχειά» ξαναείπε, ενώ ο Τζατσίντο ξάπλωνε πάλι καταγής σιωπηλός. «Είδες τι μακρουλές που ήταν; Τρώνε τα άγουρα σταφύλια σαν διαβόλοι….» Ο Τζατσίντο όμως δεν μιλούσε πια.

Και επειδή ο φούρνος έκαιε πλέον κανονικώς, η Μιλάχρω εκάθησεν επί της λοξής και χωλής παγκιέτας να ξεκουρασθή ολίγον, σπογγίζουσα το μέτωπόν της και συμμαζεύουσα τον πεσόντα κεφαλόδεσμόν της. Και χωρίς ούτε ν' ατενίση καν προς τας αναμενούσας γυναίκας είπε: — Γλέππώς το τρώνε το ψωμί; Ύστερα σου φωνάζουνε κιόλα!

ΞΕΝ. Καλέ σεις! ποιος μιλά μέσα; εν ακούτενε; ίντα θέτενε να σας χαρώ; ΑΝΑΤ. Άνταμ! τρεις ώραις είναι φωνάζω, φωνάζω, κανένας ντεν ακούγει.... ΞΕΝ. Κι' ίντα θέτενε; ΑΝΑΤ. Εντώ πέρα τι είναι; ΞΕΝ. Λοκάντα. ΑΝΑΤ. Έι! εντώ πέρα απ' ούλα είναι, άμμα φαγιά ντε γλέπω· τι τρώνε εντώ για; ΞΕΝ. Είστε κι' άλλη βολά φερμένος άματις σε λοκάντα; ΑΝΑΤ. Όχι. ΞΕΝ. Δίκι' όχετεν άματιςκι' ε γλέπετεν την λίστα;

Πάλιν φόβον διά να πτωχεύση δεν είχε, καθότι είχεν αποκτήσει κτήματα εις την πατρίδα αξίας 70 χιλιάδων δραχμών, κ' είχε βαλμένα στην Τράπεζαν, εις τας Αθήνας, μετρητά περί τας πενήντα χιλάδας. — Για να βρουν τα κουτσούβελα να τρώνε, αν μου συμβή τίποτε, είχεν ειπεί εις ένα πατριώτην του εις Αθήνας. Εννοούσε τα τρία παιδιά, δύο αγόρια κ' ένα κορίτσι, που είχε.