United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγύρισα εις τα σπήτι ελπίζοντας να την εύρω εκεί. Δεν είχε φανή, ούτε ο λοχίας• επήγα να τον ζητήσω εις τον στρατώνα· δεν ήξευραν πού ήταν· επήγα εις του βουλευτή• είχε δυο μέρες να τον ιδή και μου έκαμε και την παρατήρησι πως δεν είχεν ο λοχίας κανένα λόγο να κλέψη το κορίτσι, αφού ήμουν πρόθυμος να του το δώσω.

Και χωρίς να κοιτάξη καλά καλά την περιέργεια, τη βουβαμάρα των στρατιωτών μέσα στο αποκοιμιστικό τραγούδι της φωτιάς, άρχισε να μολογάη την ιστορία του ο λοχίας ο Κώστας Μόσχος, σα να κουβέντιαζε αδελφικά με κάνα παλιό σύντροφό του, ενώ άρχιζαν να τρώνε: — Οχτώ τ' Μαϊού στα γδόντα έξ. Η άνοιξη μας βρήκε αγνάντια από τον Έλυμπο κοντά στην Καρυά, στο σταθμό στο Γουδαμάνι τ' Νεζερού.

Ο λοχίας γέλασε δυνατά με το ξερό του γέλοιο, ο κρεμανταλάς άνοιγε περισσότερο τα μάτια του και το στόμα του, με τα τεντωμένα μουστάκια του, σα νάλεγε πάντα το ξαφνισμένο του εκείνο «α! α!» — Μωρέ, να χαθής, όρνιο, θα πας και στον πόλεμο, συ είπε ο λοχίας, ξεκαρδισμένος στα γέλοια. — Στον πόλεμο, κυρ λοχία; πήγες του λόγου σου στον πόλεμο; Πού να τον δούμε μεις τον πόλεμο!...

Κι ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, φωτισμένος από τη λίγη λάμψη της φωτιάς πόσβυνε ολοένα, σήκωσε τη τσίτσα κι έπιε μια φορά ακόμα στην υγειά του πολέμου. — Και τόρα το σ ι ω π η τ ή ρ ι ο σα να πούμε, και καλή νύχτα σας, μπρε όρνια!...

Σύγχρονος του Πιλάτου και της βραχνής κιθάρας του και προκάτοχος του κ. Πύργου διδάσκαλος της ξιφασκίας ήτο, προ ενός τετάρτου αιώνος, αρχαίος τις λοχίας των Ζουάβων της Αφρικής, φέρων το όνομα Μαυρίκιος Ζακού και άνω των εξήκοντα εις την ράχιν του χρόνους. Τούτον επροτίμων οι τότε φίλοπλοι διά πολλούς λόγους, εκ των οποίων ο κυριώτατος ήτο, ότι πλην αυτού δεν υπήρχε τότε εις Αθήνας κανείς άλλος.

Δεν είταν πια ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, ο λοχίας πούθελε ν' αγροικάη στη γραμμή να κάνουν χ ρ α π! όλα μαζί τα όπλα, ούτε ο αυστηρός λοχίας που φόρτονε τις αγγάριες και τους περιορισμούς με το σακκί. Όντας ξεζώνουνταν τα λουριά του και κρεμούσε τη φουστανέλλα του ο κυρ λοχίας άλλαζε. Γλυκομίλητος, φίλος, αδερφοποιτός. Η υπηρεσία, υπηρεσία και το καθησό, καθησό.

Ο κυρ λοχίας έστειλε τον Κραβαρίτη, τον λεβέντη, να μάση κάνα κούτσουρο ακόμη, για τη φωτιά πάρχισε να σβύνη, εκεί γύρα. — Άιντε, ορέ, για κάνα ξυλάκι κι η νύχτα είνε χρόνος τόρα.

— Α! διαβουλουκούλουκα! εμούγκριξε ο λοχίας λυσσασμένος τόρα, παίζοντας μανιακός το φοβερό λεπίδι στον αέρα ξεμανίκωτο. Και ολοένα αγριεμένος περισσότερο, ξανάειπε, δείχνοντας με το δάχτυλο το δωμάτιο αγνάντια στο σωρό που βρέθη το μαχαίρι·Μέσα του Τρίου ! Μέσα την Παναγιά σας!..

Σαν είδαν που την είχε τόρα ο λοχίας άσκημα μες τη στενή σκοπιά που τον απόκλεισαν, τους φώναζε και ο Βλαχογιώργος ολοένα, «Τι τους φυλάτε ουρέ! σκυλιάέριξαν όλοι στον αέρα μονομιάς δυο μπαταριές κ' εφώναξαν &Στα όπλα&! Ετρόμαξαν οι κατάδικοι στις βροντερές τις μπαταριές, μην τους βαρέσουν στα καλά και πάνε σα σκυλιά σταμπέλι.

Κι ο λοχίας ψηλός, ξερακιανός ρουμελιώτης, ηλιοψημένος, μαύρος, με παχύ μουστάκι και με της λεβεντιάς τον ίσκιο απάνω του σαν είδε πως η υπηρεσία κ' οι δουλιές αποτελείωσαν, άρχισε γερή κουβέντα και γέλοια μαζί τους.