United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Τασιούλαινα σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα, σαν ελιές και φρύδια μακρυά και καμαρωτά, σαν δοξάρια, ώμοιαζε σα να μην είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι' αν δεν είχε μια αδιάκοπη μελαγχολία στο πρόσωπό της θα φαίνονταν ακόμα νιώτερη απ' ό τι έδειχνε· κι' ο γυιός της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά έδειχνε, σα να είχε περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια, και χαριτωμένη μάννα κι' ωμορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δύο αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο, για όσους δεν τους ήξεραν.

Μα ο γραμματικός, ο Πέτρος Ζούμπερος ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή, και στόλος της όμορφης γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι του. Τα μαύρα του μαλλιά έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν στην κορφή, εκατέβαιναν κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι που ζη δροσερόμεταξωτό απάνω σε μελαχροινό κεφαλοκόλωνο.

Άσε με ήσυχο! έκανε ο Γιώργης. Δεν έχω όρεξι για κουβέντες... Ο Σταύρος τον κύτταξε λοξά, έστρηψε το μουστάκι του, ξερόβηξε και, κάνοντας ένα γέλιο παράξενο, βγήκε απ' την ταβέρνα σφυρίζοντας χωρίς να χαιρετήση κανένα. — Έχετε τίποτε; ρώτησε ο Μήτσος σε λίγο. — Τι νάχωμε; είπε ο Γιώργης· στο σπίτι του μέσα δεν είνε αφέντης κανένας; — Θέλει και ρώτημα;

Με τι συνείδηση τώρα και με τι δυνατογνωμιά να της εναντιωθή της μανιασμένης του αξαδέρφης. Ο Μιχάλης καθώς κι ο Γιάνης σωπαίνανε. Τόξεραν πως σε καλού δικηγόρου χέρια βρίσκουνταν η δουλειά τους. — Είναι καλή αυτή για τη ράχη του, μουρμούριζε ο Μιχάλης κάτω από το ξανθουλό του μουστάκι. Στεκότανε σαν παιδί φταιξιάρικο ο Πανάγος.

Κ' ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ' είχε καλφάδες και παρακαλφάδες εις τ' αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαν τραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν, τα νυχτέρια, με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθό αυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κ' έκραζε συχνά πυκνά. — Δόστε του, μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσιμ'.

Έτσι ο Πολύφημος αυτός τον έρωτα περνούσε με τα γλυκά τραγούδια του· κ' ήταν πιο κερδισμένος παρά αν ζητούσε γιατρειά ξοδεύοντας χρυσάφι. ΑΙΣΧΙΝΗΣ Ώρα καλή, Θυώνιχε. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Ώρα καλή σου, Αισχίνη. ΑΙΣΧΙΝΗΣ Είχες πολύν καιρό ναρθής. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Πολύν καιρό; τι τρέχει; ΑΙΣΧΙΝΗΣ Δεν τα πηγαίνομε καλά. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Λιπόσαρκο σε βρίσκω, και τα μαλλιά σου αχτένιστα και το μακρύ μουστάκι.

Των τράκων οι λαχτάρες και της ξέρας τα παραμονέματα και της φωτιάς η τρεμούλα μαζί τους γέρασαν. Η ξενητειά μαζί τους μάρανε και η πατρίδα μαζί τους καλωσώρισε. Τριάντα χρόνια μια ζωή! Κ' έλεγε καμμιά φορά, ολόρθος, πίσω στο κάσσαρο, ο Καπετάν- Μοναχάκης στριφογυρίζοντας στον αέρα το κομπολόγι του και μασώντας το μουστάκι του: — Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Μαζί γεράσαμε, μαζί θα πεθάνωμε.

Μόνον όσα του είπε διά το μουστάκι αφήκαν μίαν επίμονον κηλίδα. Οι λόγοι της επανήρχοντο επιμόνως εις το πνεύμα του· και, ψηλαφών τον μόλις φυόμενον μύστακά του, εσκέπτετο ότι ίσως τωόντι ήτο αταίριαστον εις μίαν γυναίκα να έχη τοιούτον τρίχωμα, έστω και τόσον αδιόρατον, επί του χείλους της. Αλλ' η σκέψις αύτη διήγειρεν εις την ψυχήν του μάλλον αγανάκτησιν κατά της χήρας.

Από σας εξαρτάται να γίνετε η γυναίκα του μεγαλύτερου άρχοντα της Νότιας Αμερικής, ο οποίος έχει ένα πολύ ωραίο μουστάκι. Μέσα σε τόσους κινδύνους δοκιμάστηκε η ερωτική σας πίστη· έχετε βιασθή από τους βουλγάρους, ένας Εβραίος κ' ένας Ιεροξεταστής απόλαυσαν τις χάρες σας. Οι δυστυχίες δίνουνε δικαιώματα.

Δεν είδα το μέγα Λογοθέτη· θα είναι κανένας κύριος με φράγκικα. Ο Μέγας Χαρτοφύλαξ όμως, ο μικροκαμωμένος, με τα μακριά τα μαύρα ρούχα και τα γυαλιά του και την ποντικίσια μύτη του και το μουστάκι και τη γυναικεία του φωνή, ψευδίζει, και μου λέγει πράγματα βυζαντινά στο δρόμο καθώς πηγαίναμε. ― «Αυτά τα σπίτια είναι το πολύ διακοσίων χρόνων.