United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παιδί είναι, που θέλει να διασκεδάση τη λύπη της. Παίζει το τσαμένο, δεν κάνει κανένα κακό. ΦΙΝΤΗΣ Ας παίζει, μα ας παίζει, — ξέρω γώ, όπως συνηθίζουνε να παίζουν όλα τα παιδιά, με κάποια λογική. Αυτή όμως δεν έχει διόλου μυαλό. Θέλει αδιάκοπη τιμωρία για να φτιαστή. ΓΙΑΓΙΑ Μη για το Θεό, μη τέτοια πράματα και θα μου πάθη τίποτα το παιδί. Είδες πόσο αδυνάτισε τώρα τελευταία; Με το καλό.

Μα εδοκίμαζαν κι από φιλιά αδιάκοπη γλύκα και γλυκοκουβεντιάζανε: — Για σένα ήλθα Χλόη. — Το ξέρω, Δάφνη. — Για σένα σκοτόνω τα κακόμοιρα τα κοτσύφια. Πού λοιπόν θα καταντήσω για σένα; Να με θυμάσαι. — Σε θυμάμαι· μα τις Νύμφες που σ' ορκίστηκα κάποτε σ' εκείνη τη σπηλιά, όπου θα πάμε μόλις το χιόνι λυώσει. — Μα είναι πολύ, Χλόη, και φοβάμαι μήπως εγώ πριν απ' αυτό λυώσω.

Τ ζ ί ν τ ζ ι ρ α ς κ α ι Μ υ ρ μ ή γ κ ι. Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λιαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, 125 Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.

Η Τασιούλαινα σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα, σαν ελιές και φρύδια μακρυά και καμαρωτά, σαν δοξάρια, ώμοιαζε σα να μην είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι' αν δεν είχε μια αδιάκοπη μελαγχολία στο πρόσωπό της θα φαίνονταν ακόμα νιώτερη απ' ό τι έδειχνε· κι' ο γυιός της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά έδειχνε, σα να είχε περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια, και χαριτωμένη μάννα κι' ωμορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δύο αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο, για όσους δεν τους ήξεραν.

Πλακώνει το σκοτάδι, Περνούν τρεις ώραις, και βουνό δεν φαίνεται 'μπροστά του Χιονούρα αδιάκοπη, βαρειά, κι' αγέρας ωργισμένος... Κάποτε παίρνει ανήφορο, λέει κ' ηύρε το βουνό του, Χτυπάει, φωνάζει τ' άλογο... Βιάζετ' αυτό, ανεβαίνει Φυσάει με λύσσα ο άνεμος, και ρίχνει, ρίχνει, χιόνι, Που όσο ν' ανέβη 'ςτήν κορφήν εσκέπασε το μαύρο. Φυσομανάει και σαν στοιχειό παλεύει με το χιόνι.

Για να βγη όμως τόντις ένας τύπος μουσών ή vie, χρειάστηκε ενέργεια αδιάκοπη, χρειάστηκε, για να το πούμε πιο σωστά, μάσημα καθημερνό. Έπρεπε το t του vita νακουστή πρώτα σαν dh, ίσως σα δικό μας δ, έπειτα σα h ή δασεία, κ' έτσι λίγο λίγο ναφανιστή. Το a, για να καταντήση να λέγεται e, θέλει διάφορους μεσιανούς τύπους.

Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.

Ύστερα από το θάνατο της μακαρίτισσας της γυναίκας μου, είναι αλήθεια πως κάπως παραμέλησα την αδιάκοπη επιτήρησή μου. Εσύ βρήκες ευκαιρία για να με ζημιώσης και δε δείλιασες να το κάμης. Σήμερα έκαμα ένα πρόχειρο ξέτασμα στα βιβλία.

Είχαν πη τόσα αδιάφορα πράγματα στο τραπέζι, είχαν αραδιάση τόσα λόγια και τόρα ξεκουράζουνταν μέσα σε μεγάλη σιωπή. Γύρω τους όλο το μεγαλείο και το μάγεμμα της νύχτας, τους μεθούσε και τους συνέπαιρνε από στιγμή σε στιγμή, κ' οι καρδιές τους ανάλυοναν από μεθυστικούς χτύπους, μέσα στην αδιάκοπη αναπνοή του κοιμισμένου γέρου, π' αντηχούσε στο πλάι τους ήσυχη κι ευτυχισμένη.