Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Ο Σορόκος, ο Γαρμπής, ο Γρέγος, ο Πουνέντες όλοι τι άλλο είνε παρά στοιχειά, που αναταράζουν τη θάλασσα και καταντούν για μιας άχρηστα σανίδια τα καμαρωτά πλεούμενα; Μωρέ λόγο που μας τον είπε κι' ο Γιαννιός! Εκείνος εγύρισε και τον είδε με βλέμμα παθητικό και αδύνατο. — Μα τι πειραχτήριο είσαι συ δε μου λες; του είπε παραπονεμένα. Ποιος διάολος σ' έφερ' εδώ μέσα για τις αμαρτίες μου.

Τα ξεροβούνια γύρω από την Κρύσση ως το Γαλαξείδι, έπαιρναν γλυκύτατο ροδόχρωμα μέσ' στις στερνές αχτίδες του ήλιου, και τα γυαλιά των πλιθοχτισμένων σπιτιών της Ιτιάς αντανακλούσαν αμέτρητους φλογερούς ήλιους, που βασίλευαν κι αυτοί. Τα καϊκάκια κ' οι βαρκούλες στο λιμάνι σειώνταν καμαρωτά και καθρεφτίζουνταν χαϊδευτικά απάνω στα γαλαζένια εδώ, και στα ολόχρυσα παραπέρα κυματάκια.

Κι' ο λεβέντης με τα καμαρωτά μουστάκια και τη χρυσή τη φέρμελη, που είναι η ζωγραφιά του κρεμασμένη σ' όλα τα μαγαζιά αράδα κάτω στο λιμάνι, ήτανε γυιός της μια φορά κι' έναν καιρό της κυραΣτάθαινας. Και το τραγούδι με το γλυκό σκοπό, που τραγουδούν και κλαίνε κάτω στην αμμουδιά τα κορίτσια του νησιού, είναι για την πεντάμορφη τη Λενιώ.

Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχόταν δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό και ο άνεμος, άξιοι και οι δυο ναυτικοί, επόδισαν σύνωρα τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωσαν δρόμο στο ανοιχτό πέλαγο. Τότε οι καπετάνοι έπεσαν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν τόρα πως ήταν θέλημα θεού ν' απομείνουν πάνω στο έρημο και φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί με τον καιρό τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια.

Η Τασιούλαινα σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα, σαν ελιές και φρύδια μακρυά και καμαρωτά, σαν δοξάρια, ώμοιαζε σα να μην είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι' αν δεν είχε μια αδιάκοπη μελαγχολία στο πρόσωπό της θα φαίνονταν ακόμα νιώτερη απ' ό τι έδειχνε· κι' ο γυιός της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά έδειχνε, σα να είχε περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια, και χαριτωμένη μάννα κι' ωμορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δύο αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο, για όσους δεν τους ήξεραν.

Τα πουλιά τραγουδούσαν αδιάκοπα μέσα στα φύλλα, άλλα την ημέρα κι' άλλα τη νύκτα στο φως του φεγγαριού, και οι κάτασπροι κύκνοι ταξίδευαν αργά και καμαρωτά, σαν μικρά καραβάκια μ' απλωμένα πανιά απάνω στις λίμνες.

Ήταν ένα πολύ ωραίο παλληκάρι, με γεμάτο πρόσωπο, πολύ λευκό, πλούσιο σε χρώματα, με τα φρύδια καμαρωτά, το μάτι ζωηρό, το αυτί ρόδινο, τα χείλη κόκκινα, το ύφος περήφανο, αλλά μια περηφάνεια ούτε ισπανική ούτε ιησουιτική. Ξαναδώσανε τα όπλα στον Αγαθούλη και στον Κακαμπό πού τους τάχανε πάρει, καθώς και τα δυό ανδαλούσια άλογα.

Τα γαλιά εφορεύοντα βάδην εμπρός, καμαρωτά, προτείνοντα το στήθος και ανατείνοντας την κεφαλήν, υπό την οποίαν εκυμαίνετο το λειρίον κατακόκκινον, ως δράγματα κερασίων.

Είχε δυο πατώματα και δυο σειρές καμαρωτά παράθυρα. Το επάνω πάτωμα εφτά και το κάτω έξ. Το ισόγεια είχε στην αράδα έξ καμαρωτές πόρτες. Ο τοίχος ήταν στολισμένος με κεραμιδένια σχέδια. Βυζαντινές πριγκήπισσες και βασιλιάδες ξύπνησαν πάλι μέσα μου.

Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.

Λέξη Της Ημέρας

σαδδουκαίον

Άλλοι Ψάχνουν