United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι από τη χλαλοήν αυτή τη μεγάλη και αφ' το πολύ το σημανταριό ξαφνισμένα τα ορνίθια ξύπναγαν στην κούρνια τους και φώναζαν κι αυτά πάρωρα. Και πίσω πίσω οι δημογέροντες του χωριού με τες κραυγές και με τα βιολιά, από ρούγα σε ρούγα κι απ' αυλόπορτα σ' αυλόπορτ' ανηφορώντας, ξύπνιζαν κ' έπαιρναν ομπροστά όσους δε δυνήθηκαν να ξυπνίσουν η καμπάνες.

Γιατ' οι Βουλευταί μας πρώτα είχαν έθιμο καλό• και κανένας δεν τολμούσε να ζήτηση οβολό• κι' όλοι έπαιρναν μαζύ τους, στον καιρό του Μυρρωνίδη, έν' ασκί νερό, ψωμάκι, τρεις εληές κ' ένα κρομμύδι. Σήμερα, για να σκεφθούνε στης πατρίδος το καλό, θέλουνε κ' ημεροδούλι, λες και κουβαλούν πηλό. Σημ. Μετ.

Τα λειανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με την ρόκκα στο ζωνάρι προς τ' αγνάντια, για ν' αγναντέψη τάχα τον γυιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι' όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζη της έλεγαν με παιδιακίσια κακία: Όταν ασπρίση ο κόρακας και γένη περιστέρι Τότε κι' ο Γιάννης σου θ' αρθή, μ' ένα ραβδί στο χέρι. Χα χα χα χα χα χα χ α χ α χ α α ά!

Τον κύτταζαν με θαυμασμό και κάποτε, όταν ήτανε νύκτα ή σκοτεινιά, με φόβο. Και δεν ήτανε μονάχα οι ανθρώποι. Τα σκυλιά τον έπαιρναν από πίσω και τον γαυγίζανε σα λυσσασμένα. Δεν κοτούσε να περάση από γειτονιά, από δρόμο ή από στάνη. Μόλις τον απείκαζαν τα σκυλιά, μικρά, μεγάλα, χυμούσανε να τον φάνε.

Κάθε μέρα και περισσότερο οι μεγάλες προσδοκίες που έτρεφε γι’ αυτόν εξαφανίζονταν και τη θέση τους έπαιρναν σοβαρές ανησυχίες. Ξόδευε χωρίς να κερδίζει, και από το πιο βαθύ πηγάδι, σκεφτόταν ο Έφις, όταν τραβάει κανείς πολύ νερό, ξηραίνεται.

Αυτή αγροικώντας πως αυτός ήλθεν εις το κρεββάτι, εσυγχίσθηκεν εις το να ιδή πως ευρίσκεται υπόχρεη να υποφέρη τα χάιδια ενός που του έκρυβε το πρόσωπόν της· και μάλιστα ηξεύροντας ότι διά τέτοιες τάξες δεν έπαιρναν άλλους, παρά ανθρώπους γέροντας ή κακορίζικους.

Κι ώσπου να χρυσώση και τα δικά μας τα βουνά, γυρίζαμε στο καλύβι με το καλάθι γεμάτο σύκα.... Κατόπι άρχιζε η δουλειά.... Ύστερα έπαιρναν η γυναίκες ταργόχειρά τους και κάμνανε συντροφιά του τζίτζικα κάτω από τη μεγάλη τη συκαμηνιά. Ήρχουνταν κ' η Αγγελάκαινα με τη ρόκα της, ήρχουνταν κ' η Καπλάναινα με το βρακί του αντρού της, και κάμνανε με τις δικές μας χωριό.

Κι όπως είταν όλα ανάκατα δεμένα, με τα κεφάλια προς τα κάτω, με τις κατατσακισμένες φτερούγες τους, με τα ματωμένα φτερά τους, άλλα μικρά εδώ, κι άλλα μεγάλα εκεί, με τα τουφέκια και τα σελάχια στο πλάι μέσα στη μεγάλη αναλαμπή της φωτιάς, που πλημμύριζε την καλύβα έπαιρναν την ξεχωριστή εκείνη ομορφιά, το ξεχωριστό εκείνο μεθύσι που ένας αληθινός κυνηγός μονάχα το νιώθει.

Ο καπετάν Στραπάτσος ξετρελαμένος από χαρά και υπερηφάνεια, ψυχή έδινε σε όλους με τις παρακινητικές φωνές του: — Ω — ω! ... ω — ω! ... Γεια σας παληκάρια! ... Ίσα λιοντάρια μου! ... Ντροπή μας! Μωρέ ίσα τίγριδες! ... Και τα παληκάρια, τα λιοντάρια, οι τίγριδες έθαφταν βαθειά το κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμι, που έλεγες τόρα θα γίνη σύψαλα.

Ενώ από μια μεριά ο παπάς στο δωμάτιο του, κι' από άλλη η υπηρέτρα στην τραπεζαρία, έπαιρναν το πρωτοΰπνι, η γριά με τη Μαριανθούλα δεν είχαν πλαγιάση ακόμα.