Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Η ντόνα Έστερ όμως χαμογελούσε κοιτάζοντας την αδελφή της που ήταν η πιο δειλή και η πιο αναποφάσιστη από τις τρεις και σκύβοντας της χτύπησε με το χέρι το γόνατο. «Να τον διώξουμε, θέλεις να πεις; Σπουδαία εντύπωση θα κάνουμε! Και θα έχεις το θάρρος να το κάνεις εσύ, Ρουθ;» Ο Έφις σκεφτόταν.

Μπερδεμένες σκέψεις του περνούσαν από το μυαλό και σκεφτόταν τις θέρμες της μαλάριας που τον είχαν ταλαιπωρήσει την προηγούμενη χρονιά. «Ξαναγυρίζουν οι διαολεμένες;» Η ντόνα Έστερ ξανακατέβηκε με ένα βαζάκι από φελλό στο χέρι.

Σκεφτόταν, ωστόσο, ότι ο ντον Πρέντου είχε δίκιο. «Τι πρέπει να κάνω;» «Πρέπει να δείξεις ότι είσαι άντρας, έστω και μια φορά. Πρέπει να τους πεις ότι, εάν δεν θέλουν να σε ανταμείψουν σε χρήμα, να αναγνωρίσουν τουλάχιστον τις υπηρεσίες σου. Εάν το κτηματάκι περάσει στα χέρια ενός άλλου αφέντη, εσένα θα σε πετάξει έξω σαν το σκυλί.

Γιατί δεν τον πήρες μαζί σου να ζητά ελεημοσύνη; Ξέρεις τι κάνει τώρα; Παντρεύεται την άλλη πειναλέα, την Γκριζέντα, μάλιστα, ο ηλίθιος!» «Καλά κάνει∙ το είχε υποσχεθεί», είπε ο Έφις και ένοιωσε πάλι να τον κυριεύει η χαρά. «Να η χάρη του Θεού που ζητούσες, αφεντικό», σκεφτόταν και χαμογελούσε μπροστά στα προσβλητικά λόγια που ο ντον Πρέντου, μετανιωμένος για το πρώτο του ξέσπασμα καλοσύνης, του απηύθυνε αντιμετωπίζοντάς τον σαν ζητιάνο που ήταν.

Ο δρόμος ανηφορικός ανάμεσα στην κοιλάδα και το βουνό, ανάμεσα σε βράχους, ελαιόδεντρα και φραγκοσυκιές, όλα ένα γκρίζο, του φαινόταν, ναι, ότι ήταν ο Γολγοθάς του αλλά ταυτόχρονα και ένας δρόμος που μπορούσε να τον οδηγήσει σε έναν τόπο ελευθερίας. Να, σκεφτόταν κοιτάζοντας την Ορτομπένε, εκεί πάνω είναι μια πόλη από γρανίτη με δυνατά, σιωπηλά κάστρα.

Της έπιασε τον ώμο, όπως ο Βαρόνος, κι εκείνη σηκώθηκε και πήγε να πάρει τα χρήματα από το σεντούκι: δυο χαρτονομίσματα των πενήντα λιρετών που τα ψηλάφισε για πολύ, κοιτάζοντάς τα στο φεγγαρόφωτο, ενώ σκεφτόταν ότι για το ταξίδι του Τζατσίντο αρκούσε το ένα. Έτσι το άλλο το έβαλε στη θέση του.

Κάθε μέρα και περισσότερο οι μεγάλες προσδοκίες που έτρεφε γι’ αυτόν εξαφανίζονταν και τη θέση τους έπαιρναν σοβαρές ανησυχίες. Ξόδευε χωρίς να κερδίζει, και από το πιο βαθύ πηγάδι, σκεφτόταν ο Έφις, όταν τραβάει κανείς πολύ νερό, ξηραίνεται.

Οι μέρες όμως ήταν κιόλας πολύ ζεστές και ο Έφις σκεφτόταν και τις μπόρες που φουσκώνουν το ποτάμι χωρίς αναχώματα και το κάνουν να τινάζεται σαν θεριό και να καταστρέφει τα πάντα.

Τώρα έβλεπε, ναι, το λάθος που έκανε δίνοντας το καλάθι στον ντον Πρέντου και σκεφτόταν πώς να επανορθώσει, αλλά δεν έβρισκε τον τρόπο, δεν ήξερε γιατί και για άλλη μια φορά αισθανόταν όλο το βάρος των συμφορών των αφεντικών του να πέφτει επάνω του. «Ησύχασε», είπε τελικά. «Θα πάω εγώ αύριο στο χωριό και θα τα ταχτοποιήσω όλα

Έβαλε εκεί το ποδήλατό του και άρχισε να λύνει την βαλίτσα χτυπώντας την με ένα μαντήλι για αν διώξει τη σκόνη. Η Νοέμι σκεφτόταν: «Πρέπει να φωνάξω την θεια-Ποτόι, να την στείλω στον Έφις…. Πώς να κάνω μόνη μου; Α, εκείνες ήξεραν ότι θα ερχόταν και με άφησαν μόνη…

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν