United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ντόνα Έστερ όμως χαμογελούσε κοιτάζοντας την αδελφή της που ήταν η πιο δειλή και η πιο αναποφάσιστη από τις τρεις και σκύβοντας της χτύπησε με το χέρι το γόνατο. «Να τον διώξουμε, θέλεις να πεις; Σπουδαία εντύπωση θα κάνουμε! Και θα έχεις το θάρρος να το κάνεις εσύ, Ρουθ;» Ο Έφις σκεφτόταν.

Αλλά τας παραμονάς του γάμου διά να την περιποιηθή η αδελφή του Στάθη έστειλεν εις αυτήν δύο μεταξωτές προσκεφαλάδες και με αυτάς εστόλισε την πτωχήν προίκα της, αυτάς εκράτει επί του κανίστρου υψηλά, επιδεικτικώς νέος τις εκ των συμπεθέρων, εις αυτό επάνω το προσκέφαλόν εκάθησεν όταν την έφεραν νύμφην κ' επ' αυτού έκλινε την κεφαλήν, δειλή την πρώτην νύκτα κατά την οποίαν εκοιμάτο μετ' ανδρός.

Όταν δε πολλάκις το ίδιον πάθημα υποφέρων ο πονηρός ίππος παύση από την υβριστικήν επιθυμίαν του, ταπεινωμένος ακολουθεί πλέον την διεύθυνσιν του ηνιόχου, και όταν ίδη πάλιν τον ωραίον, χάνεται από φόβον· ώστε τότε μόνον συμβαίνει η ψυχή του εραστού ν' ακολουθήση τον αγαπώμενον εντροπαλή και δειλή!

Ό,τι στοχάζεται, το λέει, δεν κρύβει τίποτα. Δεν ξέρει καλά καλά τι λέει και τι φτειάνει, δεν ορίζει τον εαυτό της. Είναι της στιγμής, και στη στιγμή παθαίνεται, ακράτητη, Και δεν ντρέπεται, δειλή δεν είναι. Και δεν υποψιάζεται μην τύχει κι ο αντικρυνός της την κρίνει, ακόμα λιγώτερο μην πάει και την κατακρίνει.

Εκατόν δέκα δραχμάς τοις είχε προτείνει ο Μανώλης ο Πολύχρονος, εκατόν είκοσιν ο Λάμπρος ο Βατούλας. Αλλά δεν ενόουν να καταβούν παρακάτω από τας 150. Εν τούτοις η ώρα παρήρχετο, ήτο ήδη οψία δείλη. Ο ήλιος εχαμήλωνεν. Από μιας ώρας δεν είχε παρουσιασθή εις την θύραν του περιβόλου κανείς απεσταλμένος ούτε του ενός ούτε του άλλου κόμματος.

Μα ο Κωσταντής επίμενε και κάθε ημέρα εσυχνόλεγε της γριάς του: Δός τηνε μάνα μ' δος τηνε την Αρετή στα ξένα Στα ξένα 'κεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω, Να 'χω κ' εγώ παρηγοριά να 'χω κ' εγώ κονάκι. Μα της μάνας η καρδιά δειλή και φιλύπωπτη πάντα δεν θέλει ν' ακούση τα λόγια του πραγματευτή και σοφά του απαντά: Φρόνημος είσαι Κωσταντή κι' άσχημ' απελογήθης.

Υπό το κράτος του αισθήματος τούτου, όταν μετά την αναχώρησιν της επισκέψεως προσήλθεν η Χριστίνα κάπως δειλή, μαγκωμένη και πιστεύουσα ότι είχε μεγάλην ανάγκην ν' απολογηθή και να μ' εξευμενίση, αντί πάσης παρατηρήσεως ή παραπόνου έτρεξα να την ασπασθώ ολοψύχως, λέγων προς αυτήν «Μη σε μέλη». Η έκπληξίς της υπήρξε μεγάλη.

Και σταίνοντας τριχαντηριού μαβρόπλωρου κατάρτι πέρα στους άμμους, έδεσε με σπάγγο οχ το ποδάρι δειλή τρυγόνα, κι' είπε ομπρός! να πάρουν τις σαΐτες. 854 Τότες γοργά σηκώθηκε ο δοξασμένος Τέφκρος, 859 σηκώθηκε κι' ο σύντροφος του Δομενιά ο Μηριόνης. 860 Και παίρνουν σείνουν τους λαχνούς μες σε χαλκένιο κράνος, κι' ο Τέφκρος πρώτος έλαχε.

Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ' έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών. Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ' εχαιρέτησε τον σύζυγόν της.

Εκείνοι των οποίων η δειλή πίστις καταπτοείται προ του θαυμαστού, δεν έχουν αφορμήν ν' ανησυχούν ενταύθα. Δεν είναι φυσικόν να το προσβάλλουν τα θηρία αγρίως τον άνθρωπον, όστις είναι ο φυσικός αυτών δεσπότης, ουδέ το να φεύγουν τρομαγμένα προ αυτού.