United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μεν Μιθροβαρζάνης εφόρεσε μίαν μαγικήν στολήν κατά πολύ ομοιάζουσαν με το Μηδικόν ένδυμα, έπειτα δε έφερε και μ' εστόλισε με αυτόν τον πίλον και την λεοντήν και μου έδωκε να κρατώ την λύραν, μου παρήγγειλε δε εάν μ' ερωτήσουν πώς ονομάζομαι να μη λέγω Μένιππος, αλλ' Ηρακλής ή Οδυσσεύς ή Ορφεύς. ΦΙΛ. Γιατί αυτό, Μένιππε; Διότι ούτε των ονομάτων, ούτε της ενδυμασίας την σημασίαν εννοώ.

Αυτός δε ας ομιλήση τώρα και εγώ θα του παραχωρήσω την θέσιν μου και θα σιωπήσω. Ο προλαλήσας ρήτωρ, ω άνδρες δικασταί, είπε πολλούς και μεγάλους επαίνους δι' αυτόν τον οίκον και με την ευφράδειάν του τον εστόλισε• εγώ δε όχι μόνον δεν θα τον ψέξω, αλλά και νομίζω ότι πρέπει να υπερθεματίσω εις όσα εκείνος είπε. Διότι όσω ωραιότερος θα σας φανή, τόσον ακατάλληλος προς εκφώνησιν λόγου θ' αποδειχθή.

Ευθύς που αυτή ανεχώρησεν ο Κατής έκαμε και εστόλισε το σπήτι του με διάφορα στολίδια, ήγουν με πεύκια, εύμορφα στρωσίδια και άλλα ευγενικά πράγματα, διά να δεχθή την νέαν του γυναίκα, και όλα ήταν έτοιμα και εκαρτερούσε με μεγάλην ανυπομονησίαν να δεχθή την πολλά αγαπημένην του, και δεν έβλεπε την ώραν πότε να έλθη.

Ναι, βέβαια, ημπορούσε! Γι' αυτό του έκαμε η Μπαμπέττα ένα μικρό κήρυγμα, το οποίον και αυτήν την ιδίαν εφαίδρυνε και το εστόλισε και ευχάριστα· μόλα ταύτα είχε και ο Ρούντυ εις έν σημείον δίκαιον: ο ανεψιός της νονάς της Μπαμπέττας ήτο βλαξ, ήθελε να κάψη και το βιβλίον, που της είχε αυτός χαρίσει, και δεν ήθελε η Μπαμπέττα να κρατήση το ελάχιστον, που θα της έφερε την ανάμνησίν του.

Αλλά τας παραμονάς του γάμου διά να την περιποιηθή η αδελφή του Στάθη έστειλεν εις αυτήν δύο μεταξωτές προσκεφαλάδες και με αυτάς εστόλισε την πτωχήν προίκα της, αυτάς εκράτει επί του κανίστρου υψηλά, επιδεικτικώς νέος τις εκ των συμπεθέρων, εις αυτό επάνω το προσκέφαλόν εκάθησεν όταν την έφεραν νύμφην κ' επ' αυτού έκλινε την κεφαλήν, δειλή την πρώτην νύκτα κατά την οποίαν εκοιμάτο μετ' ανδρός.

Δεν επέρασε πολύς καιρός και απέθανε, και έμεινα εγώ με την μητέρα μου, η οποία ευθύς που απόθαψε τον πατέρα μου άφησε το ό,τι και αν είχε, και ανταμώθη με ένα που αγαπούσε, και εμίσευσε διά τας Ινδίας με ένα καράβι πραγματευτάδικο· μα πριν μισεύση αυτή η κακής διαθέσεως γυναίκα, με όλον που ήτον μητέρα μου, με επούλησεν εις ένα πραγματευτήν από σκλάβες, ο οποίος με έφερεν εδώ μαζί με άλλες πολλές, που είχεν αγοράσει διά να τες φέρη εις το σαράγι τούτου του βασιλέως· οπόταν δε είδε τον καιρόν αρμόδιον διά να μας παρουσιάση εις τον βασιλέα, μας εστόλισε με διάφορα στολίδια και φορέματα, και μας έφερεν εις το βασιλικόν σαράγι.

Μετά κόπου πολλού κατώρθωσεν ο Λιάκος να τον πείση ότι η πρόσκλησις εσήμαινε Ναι, ότι και αυτός και προ πάντων η εξαδέλφη θα διευκολύνωσι κατά πάντα τα της συνεντεύξεως. Εντούτοις αναλαβών χρέη θαλαμηπόλου τον εστόλισε, τον εκτένισε, τον εκαλλώπισεν όσον ήτο δυνατόν, και τον έσυρε σχεδόν έξω της οικίας. Τι έδιδεν ο πτωχός καθηγητής διά να απαλλαγή από το ποτήριον τούτο!

Η Φωτεινή αφ' εσπέρας είχε συνάξει από το βουνό κατακόκκινα κούμαρα και δροσερά ραδίκια· είχε και μίαν άλλην ιδέαν λαμπράν, το ωραιότερον από τα καλαθάκια της το εγέμισε με ώριμα βατόμουρα και το εστόλισε γύρω με κυκλαμιές· όλον μαζύ ομοίαζε σαν ωραία ανθοδέσμη.

Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά εις μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα που εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα· εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με τόσα διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν ευχαρίστησα τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον που δεν εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν.

Μία παιδίσκη και είς παις πενταετής, ήρχισαν να φιλονεικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφοτέρα. — Όχι, η δική μου η λαμπάδα είνε καλλίτερη. — Όχι, η δική μου. — Εμένα ο πατέρας μ' την εδιάλεξε και είνε πιο καλή. — Εμένα η μάνα μ' την εστόλισε μοναχή της. — Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ'; — Όχι, δε ξέρει; Σαν τη δική σ'; — Τέτοια παληολαμπάδα! — Ναι, παληολαμπάδα;...να!... — Να κ' εσύ!