United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού και υπεχρέωσε με τούτον τον τρόπον και τους τρεις παθητικούς αγαπητικούς, εμίσευσε και ήλθεν εις το σπήτι της, και εκεί έκαμε να ετοιμάσουν διάφορα φαγητά, και γλυκίσματα, διά να δεχθή τους φίλους της, και να τους πλανέση με νόστιμον τρόπον.

Ύστερον ευχαριστώντας τον διά την μεγάλην δεξίωσιν που του έδειξε, και διά τες πολλές χάρες που του έκαμε, εγύρισε και ήλθεν εις το κονάκι του· και ευθύς ετοιμάσθη και εμίσευσε διά το Μπαγδάτι με όλους τους δούλους, σκλάβας, σκλαβόπουλο και άλλα δώρα που από τον Αμπτούλ έλαβεν.

Ο δε Αμπτούλ μένοντας ακόμη μερικές ημέρες εμίσευσε διά την Μπάσραν μαζί με την γλυκυτάτην του Δαρδανέ, συντροφευμένοι από αρκετούς στρατιώτας του Καλίφη, έως που εφθασαν εις το σπήτι του, και εκεί επανάλαβε τον πλούτον του, και τον εχάρη έως το τέλος της ζωής του.

Τέλος πάντων εμίσευσε, μα δεν έλαβε καλόν τέλος· ετσακίσθη το καράβι του σιμά εις ένα παραθαλάσιον, και δεν ημπόρεσε να λυτρώση παρά το κορμί του. Τον είδα να γυρίση γυμνόν και τετραχηλισμένον, που μου επροξένησε συμπάθειαν και λύπην. Τον εδέχθηκα εις το σπήτι μου, τον συνέδραμα διά να ξαναγοράση νέες πραγματείες και να επιχειρήση νέον ταξείδι.

Επάνω εις αυτήν την βεβαιότητα του αδελφού του ο Ταμίμ εμίσευσε διά τες Ινδίες διά τες υποθέσεις του.

Εγώ συνομιλώντας με τον καραβοκύρην, και διηγούμενος εις αυτόν το δεύτερόν μου ταξείδιον, όταν έφθασα εις εκείνο το μέρος της διηγήσεως, που εγώ αποκοιμήθηκα εις το νησί και το καράβιον εμίσευσε, και όταν εξύπνησα, ευρέθην μοναχός, και βλέπω και ευθύς ο καραβοκύρης με αγκάλιασε καταφιλώντάς με, και λέγοντάς μου· αδελφέ Σεβάχ είμαι ο καραβοκύρης, που τότε εξ απροσεξίας σε ελησμονήσαμεν εις το νησί.

Έτσι λέγοντας εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα και ευθύς που την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και ούτως εμέτρησε τα εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς τα εμίσευσε προς την χώραν.

Μα ο βασιλεύς δεν άλλαξε γνώμην, και αφού άφησε την κυβέρνησιν του βασιλείου του εις έναν άλλον βεζύρην, εμίσευσε με τον βεζύρην Ταλμούχ και τον Σεήφ Μολτούκ και με ολίγους σκλάβους· επεριπάτησαν αυτοί προς το μέρος του Μπαγδατιού, εις το οποίον έφθασαν, και επήγαν και εκόνεψαν εις ένα χάνι· και εκεί έδωκαν να καταλάβουν πως ήτον και οι τρείς ντζοβαϊρτζήδες πραγματευτάδες από την Αίγυπτον, που εταξείδευαν από βασίλειον εις βασίλειον.

Όθεν διά νυκτός καβαλλικεύοντας ένα του καλόν άλογον, και χωρίς να πάρη τινά εις την συντροφιάν του εμίσευσε διά την Μπάσρα· Φθάνοντας δε εκεί ύστερον από μερικών ημερών περιπάτημα, επήγε και εκόνευσεν εις ένα χάνι κοντά εις την πόρτα του κάστρου, και αφού αναπαύθη ολίγον έκραξε τον χαντζή, ο οποίος ήτον ένας σεβάσμιος γέρων, και του λέγει· αλήθεια ευρίσκεται εδώ ένας άνθρωπος, που ονομάζεται Αμπτούλ, ο οποίος υπερβαίνει τους μεγαλυτέρους βασιλείς εις την γενναιότητα και μεγαλοπρέπειαν; Ναι, αυθέντη μου, απεκρίθη ο χαντζής, και αν ήθελα έχω χίλια στόματα, δεν ήθελα δυνηθή να διηγηθώ τα πλούτη του, τα γενναία του κατορθώματα, και τες χάρες που καθημερινώς δείχνει εις όσους εις αυτόν συντρέχουν.

Και αφού άφησε την κυβέρνησιν της βασιλείας του εις τα χέρια του βεζύρη του, εκαβαλλίκευσεν ένα του καλόν άλογον, και εμίσευσε μόνος του αγνώριστος διά νυκτός, χωρίς να πάρη τινά μαζί του. Περιπατώντας λοιπόν αρκετές ημέρες, έφθασεν εις τα σύνορα του βασιλείου της Θέμπας, και πριν να φθαση εις την βασιλεύουσαν, ηθέλησε να αναπαυθή υποκάτω εις ένα δένδρον πολλά φουντωτόν.