United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή χωρίς να μου ομιλήση τίποτε εμίσευσε, και με άφησεν εις την στράταν όλον αφιερωμένον εις το να θεωρώ αδιαφόρευτα την πόρταν, μήπως ξανανοίξη διά να θεωρήσω ακόμη εκείνην την νέαν. Και με τούτην την ελπίδα επλησίασεν η νύκτα χωρίς να επιτύχω του ποθουμένου.

Ο σκλάβος μου έταξε μεθ' όρκου, ότι θέλει κάμει καθώς του είπα· μου είπεν όμως διά να μου ελαφρώση τον πόνον μου, ότι ήτον βέβαιος πως η Γαντζάδα ήθελε με σπλαγχνισθή, και πως ήθελε κάμει κάθε τρόπον διά να συνομιλήσωμεν απόκρυφα, επειδή εγνώριζε πως διά λόγου μου να είχε πάντα την ενθύμησιν, και πως δεν ήθελε με αφήσει εις την θλίψιν μου· και έπειτα από αυτό ο σκλάβος εμίσευσε τάζοντάς μου ότι θα μου φέρη κάποιαν απόκρισιν.

Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της. Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να ελπίσωμεν.

Δεν είδα πλέον το καράβι του επιβούλου γέροντος, με το να εμίσευσε πάραυτα. Και τότε άρχισα να στοχάζωμαι τον κίνδυνον, εις τον οποίον πάλιν ευρισκόμουν, φοβούμενος να μη με καταφάγωσιν αι τίγρεις, θηρία τόσον άγρια· μα ο φόβος μου ογλήγορα έπαυσε, με το να εξάνοιξα ένα καράβι μακρόθεν το οποίον βλέποντάς το εχάρηκα κατά πολλά και έλαβα καλήν ελπίδα.

Τότε η νέα αφού τον εβεβαίωσεν ότι αυτή δεν ήθελεν αλησμονήσει την δεξίωσιν, και τες χάρες που της έκαμεν, εμίσευσε και επήγεν εις τον πατέρα της, και εδιηγήθη τα όσα απέρασε, και τα όσα είδεν.

Δεν επέρασε πολύς καιρός και απέθανε, και έμεινα εγώ με την μητέρα μου, η οποία ευθύς που απόθαψε τον πατέρα μου άφησε το ό,τι και αν είχε, και ανταμώθη με ένα που αγαπούσε, και εμίσευσε διά τας Ινδίας με ένα καράβι πραγματευτάδικο· μα πριν μισεύση αυτή η κακής διαθέσεως γυναίκα, με όλον που ήτον μητέρα μου, με επούλησεν εις ένα πραγματευτήν από σκλάβες, ο οποίος με έφερεν εδώ μαζί με άλλες πολλές, που είχεν αγοράσει διά να τες φέρη εις το σαράγι τούτου του βασιλέως· οπόταν δε είδε τον καιρόν αρμόδιον διά να μας παρουσιάση εις τον βασιλέα, μας εστόλισε με διάφορα στολίδια και φορέματα, και μας έφερεν εις το βασιλικόν σαράγι.

Ο βασιλεύς του Αστραχάν Ορμώζ, ωσάν ετελείωσε την ιστορίαν του, ο Βεδρεδίν τον ευχαρίστησε, που εκαταδέχθη να του πληρώση την περιέργειαν, και τον ίδιον καιρόν τον εβεβαίωσε πως αγροικούσε μέγαν πόνον εις την καρδίαν του διά την ανησυχίαν της ζωής του· έπειτα από αυτά ετούτοι οι δύο βασιλείς εχωρίσθησαν, και ο βασιλεύς Βεδρεδίν ευθύς εμίσευσε με τον Ταλμούχ και τον Σεήφ, διά να υπάγουν εις άλλο βασίλειον.

Ω ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους ανθρώπους; δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού; εκείνοι οι ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους κακοποιούς, δεν έχουν αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες παρανομίες; Και έτσι λέγοντας αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε τίποτε ουδέ με τον Κατή.

Ο Σουλτάνος ύστερον από τους γάμους εμίσευσε πολλά ευχαριστημένος διά το βασίλειόν του, αφίνοντάς την θυγατέρα του εις πολύ ευτυχισμένην κατάστασιν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την ευχαρίστησίν μου και την ηδονήν, που είχα εις την απόκτησιν της ωραίας Ρετζίας ομοίως και αυτή έδειχνε πολλήν αγάπην και ευχαρίστησιν να ευρίσκεται με εμένα.

Η Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν ετόλμησε να της αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα και έμεινεν εκεί εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ παίρνοντας όλα τα σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα αντί να ξαναγυρίση ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το επίλοιπον της ημέρας.