United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έν και μόνον την ημέραν έπινεν. Όταν έγεινε δώδεκα χρόνων ο Στάθης, ο πρωτότοκος, ο πατήρ του τον απέσυρεν από το σχολείον, διά να μάθη την πατρώαν τέχνην. Πλην μόλις έμαθε κάτι τι ο Στάθης, και του ήλθεν έρως να γείνη ναυτικός. Τρία έτη ύστερον, όταν έφθασεν εις την αυτήν ως ανωτέρω ηλικίαν ο Θανασάκης, ο δεύτερος υιός, τότε τον εσχόλασε και αυτόν από τα γράμματα, και τον «έστρωσε» στην τέχνην.

Της ήλθεν εις τον νουν ότι, ίσως οι «ταχτικοί» να την εκυνήγουν και την νύκτα ακόμη.

Η θεια- Σειραϊνώ τον επερίμενεν αργά, έως τα μεσάνυκτα, και ηρώτα όλας τας γυναίκας της γειτονιάς εάν τον είδαν. Αλλά μάτην. Ο Πάπος δεν ήλθεν. Επί της ερήμου ακτής, επί της προβλήτος άκρας, εξ ης σχηματίζεται ο λιμήν έν μίλιον αντικρύ της πολίχνης, ενύκτωνεν ήδη και κάτι ζωντανόν εσάλευεν εκεί, πλησίον εις μίαν σπηλιάν, κάτω από ένα υψηλόν απόκρημνον βράχον.

Ήδη ήμεθα πλησίον αυτής και θαυμαστή πνοή, ευώδης και ευχάριστος, ήλθεν εξ αυτής και μας περιέλουσε, ομοία με την ευωδίαν την οποίαν, κατά τον Ηρόδοτον, αισθάνονται οι ταξειδεύοντες όταν πλησιάζουν εις την ευδαίμονα Αραβίαν. Αρώματα ρόδων, ναρκίσσων, υακίνθων, κρίνων και μενεξέδων, προσέτι δε μυρσίνης και δάφνης και αμπελάνθης υπήρχον εις την ευωδίαν εκείνην.

Ύστερον ευχαριστώντας τον διά την μεγάλην δεξίωσιν που του έδειξε, και διά τες πολλές χάρες που του έκαμε, εγύρισε και ήλθεν εις το κονάκι του· και ευθύς ετοιμάσθη και εμίσευσε διά το Μπαγδάτι με όλους τους δούλους, σκλάβας, σκλαβόπουλο και άλλα δώρα που από τον Αμπτούλ έλαβεν.

Αφού δε έφθασαν εις τους Βραγχίδας, ο Αριστόδικος ωμίλησε δι' όλους και ηρώτησεν ως εξής, «Ω βασιλεύ, ο Λυδός Πακτύης ήλθεν εις ημάς ως ικέτης, φεύγων θάνατον βίαιον τον οποίον θα τω επέβαλλον οι Πέρσαι· ούτοι δε τον ζητούσι και διατάττουσι τους Κυμαίους να τον παραδώσωσιν.

Έως ου ίδη καλώς η Σοφούλα πόθεν ήλθεν ο σεισμός ούτος ο αιφνίδιος, η μεγάλη αδελφή της, η ωραία Δεσποινιώ ευρέθη σωρός κάτω εις το έδαφος. Αφαιρεθείσα η δυστυχής παρεπάτησε και ολισθήσασα κατέπεσε πλησίον της αποκοιμηθείσης γραίας, βαλούσα οξείαν κραυγήν. — Παναγία μ'! ανεφώνησεν εξεγερθείσα η θειά-Ζωίτσα. Κ' έλαβεν εις τας αγκάλας της την προσφιλή της θυγατέρα, ήτις έμεινεν ακίνητος και άφωνος.

Αφ' ού δε ήλθεν, εκάθισε λουσμένος και κατόπιν δεν είπε πλέον πολλάς ομιλίας.

Μικραί φλύκταιναι εστιγμάτιζον το υποκίτρινον δέρμα του και μετεβάλλοντο εις οιδήματα επί μιας ρινός, την οποίαν η οινοποσία είχε καταστήσει ιόχρουν. Η αμαυρά ενδυμασία του, και ο εκ τριχών αιγός χιτών και μανδύας του εμαρτύρει πενίαν αληθή ή προσποιητήν. Επί τη θέα του, ο ομηρικός Θερσίτης ήλθεν εις τον νουν του Πετρωνίου, και απαντήσας διά σημείου εις τον χαιρετισμόν του είπεν: — Χαίρε Θερσίτα.

Φθάσαντες εις την Τειχιούσσαν της Μιλησίας διενυκτέρευσαν εκεί και έμαθαν τα περί της μάχης παρά του Αλκιβιάδου, ο οποίος ήλθεν έφιππος. Ο Αλκιβιάδης τωόντι παρευρίσκετο εις την μάχην εκείνην και εμάχετο υπέρ των Μιλησίων πλησίον του Τισσαφέρνους.