Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
ΧΟΡΟΣ Βεβαίως μεγάλων κακών υπήρξεν αιτία ο υιός του Διός και της Μαίας, όταν ήλθεν εις το δάσος της Ίδης οδηγών το λαμπρόν άρμα των τριών θεών, ωπλισμένον διά την ολεθρίαν έριδα της καλλονής προς ένα νεαρόν ποιμένα, ο οποίος εκάθητο μόνος του εις τας ερήμους επαύλεις και τους σταθμούς.
Όταν λοιπόν ήλθεν ο καιρός των μεγάλων Ολυμπιακών αγώνων, ο Ηρόδοτος έκρινεν ότι παρουσιάζεται η ευκαιρία την οποίαν επεθύμει. Όταν δε η πανήγυρις ευρίσκετο εις την ακμήν της και είχον συνέλθη πανταχόθεν οι άριστοι των Ελλήνων, ενεφανίσθη εις τον οπισθόδομον, όχι ως θεατής, αλλ' ως αγωνιστής.
Αν θέλης να φύγης, φύγε. Τι σου ήλθεν; Η Αϊμά διηυθύνθη προς την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ήτο διπλούς υποκριτής. Ένθεν μεν προσεποιείτο ότι την άφηνεν αδιαφόρως να φύγη, ένθεν δε ότι την εμπόδιζεν εκ διαφέροντος. — Πού θα πάγης, κορίτσι μου; Είσαι στα καλά σου; Θέλεις να σε φάνε οι λύκοι; Και πού θα πας τέτοιαν ώρα μοναχή σου; ολομόναχη; Η Αϊμά δεν απήντησεν, αλλ' απεπειράθη να εξέλθη.
Κ' εξακολουθεί: — Καλώς τον δέχθηκες τον καπετάνιο σου, ίδιος ο μακαρίτης είνε ο Παπαργυρός. Ήλθεν ο γυιός σου ο ναυαγισμένος, ύστερα από τόσα χρόνια! Η γραία ίστατο άφωνος ως ανδριάς.
— Χα, χα, χα! εφώνησεν εκείνος γελών· με την ώρα σου ήλθεν η όρεξις! Ποίος σου πταίει; μην τα κάμνης μισά! Και αποβαλών τας διόπτρας του ηγέρθη και επλησίασεν εις την εστίαν. — Με τα σωστά σου λοιπόν, αγάπη μου, εξηκολούθησε διά μειλιχίας φωνής, προσπαθών να κολάση την προ μικρού σκαιάν τραχύτητα της φράσεώς του, με τα σωστά σου ζηλεύεις τους γείτονάς μας;
Τέλος, μετά ώραν, η γραία, καίτοι εφαίνετο απόφασιν έχουσα να μη κοιμηθή, της ήλθεν ο προδότης ο ύπνος, — ίσως δι' αυτό τούτο, ότι εκύτταζε λίαν επιμόνως την ύποπτον γυναίκα και απεκοιμήθη επάνω εις το τρίτον λάλημα του πετεινού. Το βρέφος εκλαυθμήριζεν ακόμη. Η μάμμη δεν ηγρύπνει πλέον διά ν' απαγγέλλη το μονότονον «Κοι, κοι, κοι!»
Περί την μεσημβρίαν δε ήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μόσκοβος, παλαιός ναυτικός, μικρόσωμος, παχέως και δυσκρινώς ομιλών, ψημένος από την θαλασσίαν άλμην, μελαψοκοκκινισμένος από τας τρικυμίας του πελάγους, φέρων δύο τολύπας πυρρόφαια μαλλία περί τους κροτάφους και δύο στοίβας χονδρών και ακανθωδών τριχών περί τας γνάθους.
Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της. Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να ελπίσωμεν.
Ύστερ' από δυο τρεις εβδομάδες εγύρισεν οπίσω χωρίς να τον περιμένω. Μα άλλος επήγε, και άλλος εγύρισε! Πού επήγε, τι έκαμε, λόγο δεν μας είπε. Μόνον, άμα ήλθεν, έπεσε στο στρώμα με την θέρμη. Ήτανε Γενάρης. — Δεν σου το είπα, παιδί μου, να μη ταξειδεύσης μέσ' στον χειμώνα: Να που αρρώστησες πάλι! — Κάλλιο ν' απέθνησκα από τον χειμώνα, μητέρα, παρά να πάθω ό,τι έπαθα!
Είτα, όταν ήλθεν εις την πατρίδα, έτρωγε γαλατερά κ' έπινε δι' αναψυκτικόν βυσσινάδα, κατά συγκατάβασιν, δι' όλου του θέρους. Όχι άπαξ παρέβαινε τον αυστηρόν ιατρικόν κανόνα. Κατεβρόχθιζε μπριζόλαν, ψητόν της σούβλας, εκείνο που τρελλαίνει τους φράγκους, «Ροτί αλλά παλλικάρ», κ' είνε η απόλαυσις και το καύχημα όλων των Ελλήνων, γενική πανήγυρις και άνοιξις και πρωτομαγιά!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν