United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Posthumus κρύβει το πάθος του κάτω από του ρούχα ενός χωριάτη και ο Edgar την περιφάνειά του κάτω από τα κουρέλια ενός βλάκα· η Portia φορεί τη στολή δικηγόρου και η Rosalind είναι ντυμένη «από κάθε άποψη σαν άντρας»· ο ταξειδιωτικός σάκκος του Pisanio μεταβάλλει την Ιμογένη στον νέο Fidele· η Jessica φεύγει από το πατρικό της σπίτι ντυμένη παιδικά φορέματα κ' η Julia δένει τα κίτρινα μαλλιά της σε φανταστικά ερωτικά βρόχια και σκεπάζει περικνημίδα και σωκάρδι.

Αυτά 'πα, και η καρδία τουςτα λόγια μου ερραΐσθη, και αυτού καθίσαν, έκλαιαν• ανέσπααν τα μαλλιά τους, αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι.

Όλα γίνανε όπως τα πιθυμούσε και το στερνό κρεβάτι της στρώθηκε μέσα στην μικρή κάμαρα του Σβεν. Εκεί είτανε ξαπλωμένη με ταπαλά, μαύρα μαλλιά λυμένα απάνω στο λευκό φόρεμα και γύρω της είταν όλα τανοιξιάτικα άνθη. Πίσω της είτανε στημένη κοντά στο μικρό παράθυρο μια ολοπόρφυρη αζαλέα και στο κρεβάτι της χυμένη μια βροχή από κίτρινα ρόδα.

Έτσι άρχισα την κουβέντα μου με τον Παρμένοντα• «Βέβαια, Παρμένων, θα βούιζαν τ' αυτιά σας εκεί που ήσαστε, διότι πάντοτε σας εμελέτα κι' έκλαιε η κυρά μου, μάλιστα αν ήρχετο κανείς από τον πόλεμον και όταν εμαθαίναμε ότι εσκοτώθηκαν πολλοί, ετράβα τα μαλλιά της, εκτύπα τα στήθια της και ήτον απαρηγόρητη». ΠΑΝ. Εύγε, Δορκάς, ωραία τα είπες.

Μεγάλα, κάτασπρα και μαλακά μαλλιά έπιπταν κάτω· εις ολίγον έγιναν μία στοίβα μεγάλη. — Ω! εσυλλογίζετο η Φωτεινή· κανείς πλέον δεν θα κρυώνη εις το σπίτι· δι' όλους θα κάμη η μητέρα μου σκεπάσματα!.. Έκοπτεν, έκοπτεν· εστάθη όμως έπειτα και έβλεπε με απορίαν. — Αλλ' αυτά, αντί να ολιγοστεύουν επάνω εις το αρνί, όσο τα κόπτω γίνονται περισσότερα! Ούτε ένα κάρρο ούτε δύο, δεν θα τα χωρέσουν!

Μα που μπορούν αφτοί να με καταλάβουν; Κανένας τους δεν αγάπησε σαν και μένα. Τα χαρούμενα, τα χρυσά, ταθώα της, τα καλά της τα μαλλιά, πως έλαμπαν εκεί κάτω, στο περιβόλι, όταν την είδα πρώτη φορά με την αδερφή μου μαζί, που περπατούσε πλάγι πλάγι η Λέλα με την Ελένη! Τα μαλλιά σου, να τα φιλήσω, γιατί λιώνει η καρδιά μου, μόνο που τα θυμούμαι.

Χτενίζεσαι τέτοια ώρα; την ρώτησε. — Λούστηκα αποβραδύς και συμμαζεύω τα μαλλιά μου, είπε πάλι με μουδιασμένη φωνή η Αννίτσα. Η ψυχομάννα της την καλονύχτησε και πήγε να κοιμηθή. Θαρρούσε πως άκουγε ακόμα μέσα σταυτιά της το γέλιο του παπά. «Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σουΑλήθεια. Ήτανε καιρός πια να τη βγάλη.

Τον έχει ξετρελλάνη τον πτωχόν η Μάρω, η παχουλή εκείνη με τα γλαρά μάτια, το ροδοκόκκινο πρόσωπον, τα καστανά μαλλιά και την γλυκείαν φωνήν βοσκοπούλα! τον έχει πεθάνη με τα καμώματά της! Έκτοτε εις καμμίαν γυναίκα δεν δίδει προσοχήν· μόνη γυναίκα εις τον κόσμον είνε η Μάρω του. . . Μόλις ήκουσε τας τελευταίας λέξεις του Γενάρη: — Μπα! είπε· δε δίνω ένα παρά εγώ.

Έπειτα ιχνογράφονται ανάερα σταυροί, ξεφτέρια, τόρτσες, φανάρια και χρυσοΰφαντα λάβαρα. Σε λίγο ξεχωρίζουν κεφάλια και ώμο, πλήθος, τουλούπες μαλλιά και γένεια, πρόσωπα χλωμά και μάτια θαμπωμένα, σαν αγιογραφία στον τοίχο βυζαντινού ναού.

Κι' όμως την λύπη υπέφερε, αν κ' έμεινε μονάχος και γέρος με άσπρα πια μαλλιά σκυμμένος απ' τα χρόνια. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω σπίτι μου, την θύρα σου πως να περάσω τώρα; πως θα τους δω τους τοίχους σου, πούχουν αλλάξει τώρα. Αλλοίμονο. Τι διαφορά! Με πεύκα του Πηλίου και με τραγούδια άλλοτε του γάμου μου εμπήκα κρατώντας μέσ' στα χέρια μου το αγαπημένο χέρι της νύφης.