Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Γελούσε με τη Βεργινία πού μασσούσε την μπριζόλα της με το χαρτοπόλεμο στα μαλλιά, με τη Λιόλια που θαρρούσε πως έπεφταν τα χαρτάκια από πάνω της μέσα στο φαΐ της κι όλο τιναζόταν — ενώ της τάρριχνε αυτός, χωρίς να το παίρνη χαμπάρι. Καθώς σηκωθήκαν απ’το τραπέζι κ' έμεινε η Λιόλια μια στιγμή γυρισμένη, χώνει το χέρι του ο Νίκος στο λαιμό της βαθιά και της γιομίζει την πλάτη κομφετί.
Μη κατά την αξίαν του την λύπην σου μετρήσης διότι τότ' η λύπη σου θα ήναι χωρίς τέλος. ΣΙΒΑΡΔΟΣ Είν' η πληγή του απ' εμπρός; ΡΩΣ 'Σ το στήθος! ΣΙΒΑΡΔΟΣ Στρατιώτης εις του θεού τα τάγματα να γείνη! Εάν είχα όσα μαλλιά και τόσους υιούς, θα ήτον η ευχή μου τοιούτον θάνατον καλόν να εύρη ο καθένας! Νεκρώσιμόν του σήμαντρον ας ήν' αυτό και μόνον! ΜΑΛΚΟΛΜ Του ήξιζε να δείξωμεν περισσοτέραν λύπην.
Ώ, που με της εφτάφωνης κιθάρας το άψυχο το κέρας τραγουδάς τους ύμνους τους αρμονικούς στης μούσες, γυιέ της Λητούς! σε σένα θα μιλήσω: ήλθες 'ς εμέ με τα χρυσά μαλλιά σου αστράφτοντας, όταν εγώ τα στήθια εστόλιζα με κίτρινα λουλούδια, όμοια με τα χρυσά φορέματά μου.
Όταν έλθη η ώρα και ανοίξουν τα πέταλα, τότε εμφανίζεται το ρόδον νεάνιδαν και αμίαντον πλήρες μυστικής ευωδίας. Όταν έλθη η ώρα και μνηστευθή η κόρη, τότε εμφανίζεται η ωραία παρθένος εις τον κόσμον, αθέατος και άγνωστος πρότερον, με τα μαύρα της μάτια και τα πλούσια μαλλιά της, με το λευκόν κολόβιόν της και τας χρυσάς εμβάδας της. — Να μη βασκαθή! έλεγον αι γειτόνισσαι.
Σύγκαιρα το Δημητράκη τον κυρίεψε παράδοξη ανησυχία. Τα νεύρα του έτρεμαν, σαν το βελόνι που το πλησιάζει ο μαγνήτης. Ένα κεφάλι κόρης εφάνηκε στην αντικρυνή μάντρα, μισοκρυμμένο στα φύλλα μιας καστανιάς. Μαύρα μαλλιά πέφτανε ζερβόδεξα κυματιστά και λαμπερά. Το σταράτο πρόσωπο, στολισμένο με μαύρα φρύδια σμιχτά και ισκιερά ματόκλαδα καθρέφτιζε γαληνεμένη θάλασσα.
Πάμ' εδώ κοντά στον τοίχο, πούνε και σκιά κομμάτι, κύτταξε με το 'να μάτι και χωρίς πολύ ν' αργής, σάξου πάλι σαν γυναίκα, όπως ήσουν πριν να βγης. Αλλά να κ' η Στρατηγίνα από εκεί κοντοζυγώνει. Κάνε γρήγορα και βγάλε τα μαλλιά απ' το σαγόνι. Να και τούτες ήσαν έτσι, με φορέματ' ανδρικά, μα τ' αλλάξανε το σχήμα και γίνηκαν θηλυκά.
Γυρεύει αυτός λίγο νερό. 'Στη βρύσι η κόρη απλώνει, Παίρνει νερό 'ςτά χέρια της και του το πάει 'ςτο στόμα. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά, 'ς τα μάτια την τηράει. Η κόρη ήταν μελαγχροινή, ήταν και μαυρομάτα, Είχε και φρύδια ολόμαυρα γραμμένα με κοντύλι, Είχε και ολόμαυρα μαλλιά, και φορεσιά είχε μαύρη. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά 'ςτα μάτια την τηράει.
Η Μπαμπέττα ησθάνετο σαν να είχε εις την καρδιά της βάρος, που εγίνετο όλο και βαρύτερον· ήτο η ενοχή προς τον Ρούντυ, ενοχή προς τον Θεόν· αιφνιδίως έμεινεν εγκαταλελειμμένη· τα ενδύματά της ήσαν ξεσχισμένα από τα αγκάθια, τα μαλλιά της άρχισαν ν' ασπρίζουν, εν τη οδύνη της εκύτταξε προς τα επάνω και είδε εις το χείλος του βράχου τον Ρούντυ.
Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος.
Κακή αν είναι, διατί μ' αλήθειαν αρχίζει, κ' ευθύς ευθύς ενέχυρον του μέλλοντος μου δίδει; Έγεινα Θάνης Καουδώρ· ιδού! — Καλή αν είναι, ω, διατί ο πειρασμός αυτός με κυριεύει, που μου ορθόνει τα μαλλιά της φρίκης του η σκέψις, και κάμνει ώστε η καρδιά κτυπά εις τα πλευρά μου; σαν να θα 'βγή; Καλλίτερα ο φόβος του παρόντος, παρά διανοήματα απαίσια!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν